Υπήρξε τραγικά αποκαλυπτική της πολιτικής ανεπάρκειας της πολιτικής τάξης της χώρας (οι αυτονόητες εξαιρέσεις δεν σώζουν την κατάσταση). Σε μια στιγμή που κρίνεται η επιβίωση της χώρας, φάνηκε σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια η γύμνια, το χαμηλό επίπεδο λόγου και σκέψης σημαντικής μερίδας εκπροσώπων του έθνους. Στομφώδης, ασυνάρτητος λόγος, συνθήματα φτηνού λαϊκισμού και δημαγωγίας, άναρθρες κραυγές διατυπωμένες σε «τρισάθλια ελληνικά», απειλές, εθνικιστικές κορόνες, γραφικότητες, διαδικαστικά τερτίπια για να προστατευθούν απαράδεκτα προνόμια και, πάνω απ’ όλα, αδυναμία να συζητηθεί η ουσία του ελληνικού προβλήματος, να φωτιστεί η αξία ή και απαξία των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων, να παρουσιαστούν εναλλακτικές προτάσεις στοιχειώδους ρεαλισμού και σοβαρότητας. Η μονομερής δράση της Ελλάδας προβλήθηκε ως η μόνη (δήθεν) εναλλακτική πρόταση: μόνη της να περικόψει το χρέος, μόνη της να αποφασίσει το πότε θα πληρώσει το υπόλοιπο που θα απομείνει, μόνη της να καθορίσει το ύψος των επιτοκίων, μόνη της να αποφασίσει την παραμονή της στην ευρωζώνη – μόνη της τα πάντα. Ο Καραγκιόζης που φαντασιώνεται ότι είναι ο Μέγας Αλέξανδρος και μπορεί να κατατροπώσει Ευρώπη και Αμερική και την υφήλιο ολόκληρη. Το σύνδρομο ότι εμείς  ξέρουμε τις λύσεις και μπορούμε να τις επιβάλουμε, αδιαφορώντας για το τι λέει η υπόλοιπη Ευρώπη.

Είναι προφανές ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν με τον «έξω κόσμο», ούτε παρακολουθούν ούτε διαβάζουν, ούτε καταλαβαίνουν ούτε σκέπτονται. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι κρατούν στα χέρια τους το μέλλον της χώρας αυτής. Αλλά μπορούν άνετα να  θυσιάσουν και το μέλλον και τα συμφέροντα της χώρας χάριν του πλέον στενού, ασήμαντου τοπικιστικού, πελατειακού μικροσυμφέροντος; Βεβαίως, όλους αυτούς τους στείλαμε εκεί εμείς. Η ευθύνη είναι, επομένως, πολλαπλή. Και μολονότι διαχρονικό πρόβλημα, η κρίση έχει φέρει στο Κοινοβούλιο δυνάμεις και πρόσωπα αδιανόητης πολιτικής ποιότητας.

Μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση; Εξαιρετικά δύσκολο. Σε ένα δημοκρατικό σύστημα, ποιοι τελικά «πηγαίνουν» στο Κοινοβούλιο αποφασίζεται από τους πολίτες, το εκλογικό σώμα και μόνο. Επομένως δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια παρέμβασης (τα σοβαρά πολιτικά κόμματα απλώς θα μπορούσαν να επιλέγουν με αυστηρότερα κριτήρια τους υποψηφίους, αποφεύγοντας τις γραφικές περιπτώσεις της πρόσκαιρης δημοφιλίας). Πολύ λιγότερα μπορούν να γίνουν για την ποιότητα του λόγου που διατυπώνεται στη Βουλή. Μπορεί και πρέπει, φυσικά, η ασυνάρτητη δημαγωγία  να απαντάται από τον ορθολογικό, πειστικό αντίλογο, που θα αποκαλύπτει την επικινδυνότητα των επιχειρημάτων αυτών (τα οποία, δυστυχώς, σε στιγμές απόγνωσης βρίσκουν απήχηση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα). Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι η αστεία ιδέα για τη μονομερή από πλευράς μας διαγραφή του χρέους χωρίς καταστροφικές συνέπειες έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή, όπως και η άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί επίσης να επιστρέψει στη δραχμή για να ευημερήσει.

Από ‘κεί και πέρα, νομίζω ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί του (Κοινοβούλιο, κυβέρνηση) έχουν ένα καλό πρότυπο για να αντλήσουν «καλές πρακτικές» προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία τους. Και το πρότυπο αυτό είναι το πολιτικό και θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ελληνικό Κοινοβούλιο θα μπορούσε, π.χ., να βελτιώσει τη λειτουργία του αντιγράφοντας στον κανονισμό ορισμένες από τις «καλές πρακτικές» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το έπραξαν άλλες χώρες.

Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, θα μπορούσε να μελετήσει και να αντιγράψει «καλές πρακτικές» από τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γιατί η Επιτροπή – η οιονεί κυβέρνηση της Ενωσης – παρά το ότι συγκροτείται από 27 μέλη που προέρχονται από 27 διαφορετικές χώρες με διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικά ιδεολογικά «πιστεύω», διαφορετικά πολιτικά κόμματα, λειτουργεί και αποδίδει. Είναι γενικώς αποτελεσματική.

Και είναι γενικώς αποτελεσματική γιατί η λειτουργία της στηρίζεται σε ορισμένους σταθερούς κανόνες οργάνωσης και συμπεριφοράς, κανόνες οι οποίοι τηρούνται. Οι σταθεροί κανόνες, ως γνωστόν, διαμορφώνουν ανάλογη κουλτούρα συμπεριφοράς. Χωρίς σταθερούς κανόνες κυριαρχεί η χαοτική κουλτούρα του «άρπα-κόλλα». Ας αντιγράψουμε κάποιους από αυτούς τους σταθερούς κανόνες.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής  του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Κοινοποίηση