Όμως εδώ που έχουμε φθάσει οφείλουμε ορισμένες βασικές αλήθειες, πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας.
Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα απολύτως εξαρτημένη από τους δανειστές και τους εταίρους της που τη στηρίζουν χρηματοδοτικά, αποτρέποντας και τεχνικά την οικονομική χρεοκοπία της.
Ουσιαστικά η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2010, όταν οι ανοιχτές και ελεύθερες αγορές αρνήθηκαν να της προσφέρουν νέα δανεικά για να εξοφλήσει τα προηγούμενα.
Δεν κατεγράφη τεχνικά και ολοκληρωτικά η χρεοκοπία της επειδή προσφέρθηκαν οι εταίροι και οι δανειστές να ρυθμίσουν τα παλαιά και να χορηγήσουν καινούργια.
Και είναι αλήθεια επίσης ότι αυτό συνέβη επειδή απλούστατα η Ελλάδα ήταν μέλος της ζώνης του ευρώ και τυχόν χρεοκοπία της θα απειλούσε να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο με τα βουνά των δικών μας χρεών θα χρεοκοπούσε χωρίς πολλές-πολλές κουβέντες.
Έναντι αυτής της διάσωσης λοιπόν, η Ελλάδα ανέλαβε πάμπολλες δεσμεύσεις και υποχρεώθηκε σε δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή που δεν έχει προηγούμενο στον μεταπολεμικό κόσμο.
Τις περισσότερες από αυτές είναι αλήθεια ότι τις εκπλήρωσε. Άλλες όμως – κρίσιμες κατά την άποψη των δανειστών και εταίρων – τις άφησε στο ράφι, προκαλώντας αντιδράσεις και αμφισβητήσεις για τη θέληση και τις δυνατότητές μας να εκπληρώσουμε τα υπεσχημένα και να διασφαλίσουμε την αποπληρωμή των χρεών μας.
Και επειδή παραμένουμε χρηματοδοτικά εξαρτημένοι, δεν έχουμε δηλαδή τους πόρους, ούτε το κούτελο καθαρό για να βγούμε στις αγορές, υφιστάμεθα τις συνέπειες, την πίεση, τις ταπεινώσεις και αυτή τη διαρκή υποτίμηση που οι μακρές διαπραγματεύσεις διαμορφώνουν.
Όσο παραμένουμε εξαρτημένοι από τα λεφτά των ξένων, ούτε δικαιώματα, ούτε περηφάνια μπορούμε να έχουμε.
Επί της ουσίας δύο επιλογές έχουμε: ή να συμβιβαστούμε και να αποδεχθούμε όσα εκείνοι απαιτούν ή να αναλάβουμε μόνοι μια γενναία προσπάθεια ανόρθωσης και ανασυγκρότησης της χώρας, αποδεχόμενοι πλήρως το κόστος και το βάρος της επιλογής μας.
Την πρώτη, του συμβιβασμού και της αποδοχής, την ξέρουμε, έχουμε γνωρίσει τις συνέπειες και τα αποτελέσματά της, όπως και τα συναισθήματα που αφήνει πίσω της.
Τη δεύτερη δεν την γνωρίζουμε. Ενσωματώνει κατά πάσα βεβαιότητα περισσότερους κινδύνους και ανασφάλειες.
Όμως αξίζει να αξιολογηθεί, γιατί απλούστατα προϋποθέτει συνεπές και ολοκληρωμένο σχέδιο και απαιτεί την κινητοποίηση και συμμετοχή ολόκληρου του ελληνικού λαού. Και επιπλέον είναι κατάδική μας, επιβάλλει αυτογνωσία, συστράτευση και μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική αναγέννηση της χώρας και του λαού μας. Κάτι που έχει ανάγκη ο τόπος περισσότερο από ποτέ.