Όμως, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τη διάκριση μεταξύ κύρωσης και εξοβελισμού, τιμωρίας και εξόντωσης.

Ο νόμος ορίζει τα όρια της τιμωρίας. Ο ίδιος νόμος, θέτοντας όρια στην τιμωρία, απορρίπτει τον εξοβελισμό και την εξόντωση. Στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όπου η αξία του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του, βρίσκεται στην κορυφή της ιεράρχησης, η στάση μας απέναντι στους φυλακισμένους φανερώνει την ύπαρξη ή μη της δημοκρατικής συνείδησης, επιβεβαιώνει ή ακυρώνει τη δημοκρατική ωριμότητα, σε μια συγκεκριμένη φάση της πολιτικής και κοινωνικής μας εξέλιξης.

Υπάρχει το αναμφισβήτητο δεδομένο ότι η Δημοκρατική Πολιτεία με τα όργανά της (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Δικαστικοί Λειτουργοί, Κοινωνική Πρόνοια), έχουν αυτονόητη υποχρέωση να διαφυλάττουν τις συνθήκες ανθρωπισμού και του επιβαλλόμενου σεβασμού στο πρόσωπο των κρατουμένων. Και σε ένα πνεύμα εν δυνάμει επανένταξης.

Γνωρίζω τις δυσκολίες αυτού του μετώπου. Και το κείμενο αυτό γράφεται όχι για να κατηγορήσει κάποιους, αλλά για να επισημάνει μια πραγματικότητα. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα με θλίψη παρατηρούμε την απουσία της λεγόμενης επίσημης Εκκλησίας από αυτό το ευαίσθητο ανθρώπινο μέτωπο.

Γνωρίζω ότι πολλοί απλοί ιερείς βρίσκονται με τον τρόπο που ο καθένας μπορεί κοντά στους φυλακισμένους και η συνδρομή τους είναι συχνά πολύτιμη. Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε το όνομά τους, νόημα έχει μόνο η ίδια η πράξη τους. Είναι πολλοί και είναι άξιοι. Για αυτό και είναι εξοργιστική η αποχή του εκκλησιαστικού κατεστημένου – της Εκκλησίας των Μητροπολιτών – από αυτή την πύρινη ζώνη. Όμως, στην πύρινη ζώνη των ανθρωπίνων, κ. Ιερώνυμε, δεν οφείλει η Εκκλησία να είναι διαρκώς παρούσα;

Έχει εξάλλου – το γνωρίζετε – ήδη απαντηθεί: «…ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με…» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον)

Κοινοποίηση