Μύχια επιθυμία και φιλοδοξία κάθε πολιτικού προσώπου είναι η ευρύτερη δυνατή αποδοχή. Αυτή η φαντασία, μη υλοποιήσιμη στην πραγματική ζωή, χαρακτηρίζει και συνοδεύει κατ΄εξοχήν τα πολιτικά πρόσωπα με ηγετικούς στόχους ή ηγετικούς ρόλους.
Η Μοναρχία και οι μονάρχες εύκολαν κέρδιζαν στην ιστορία αυτή την αποδοχή. Η δυναμική της παράδοσης, η εικόνα της θεϊκής σκέπης, η επίκληση της θεϊκής αποστολής, έχτιζαν την αυταπάτη μιας απόλυτης κυριαρχίας και αδιατάρακτης αποδοχής από τον μεγάλο αριθμό του λαού.
Με τον χρόνο μεταβάλλεται η παράσταση της εξουσίας. Ο πολιτικός ανταγωνισμός και η ιδεολογική σύγκρουση διαιρεί το κοινωνικό σώμα, διαγράφει την παραδοσιακή ενότητά του και καθιστά αντικείμενο σκληρής και επίπονης πολιτικής μάχης και εργασίας την αποδοχή και τη διάρκεια αυτής της αποδοχής. Όλα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα. Οι κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις περιορίζουν τη δυνατότητα του πρωταγωνιστή να συνομιλεί με το σύνολο της κοινωνίας και πολύ περισσότερο να γίνεται ευρύτερα πειστικός και αποδεκτός.
Συχνά μας συνοδεύει η πλάνη ότι η εξουσία είναι καταναγκασμός και βία. Όσο και αν αυτό έχει αλήθεια, κάτι βαθύτερο και περισσότερο σκοτεινό είναι η εξουσία. Η εξουσία είναι δέος. Όσο προσπερνάμε αυτή τη μύχια φύση της, τόσο δυσκολότερα θα κατανοούμε συμπεριφορές των πρωταγωνιστών, δύσκολα εκ πρώτης όψεως αναγνώσιμες.
Να γίνουν μέτοχοι και κοινωνοί του δέους. Αυτό επιδιώκουν όλοι οι πρωταγωνιστές. Και στην εποχή μας αναζητούν το μείγμα αυτής της επιτυχίας. Μία προϋπόθεση είναι η επικοινωνία με τον μεγάλο αριθμό, τις «λαϊκές μάζες», η άλλη η συμμετοχή στο υπερώον της εξουσίας, η κατοικία στους παραδοσιακούς τόπους της, ο συγχρωτισμός και η συνάντηση με τους παραδοσιακούς εκφραστές της.
Όσο πιο ώριμη είναι πολιτικά μια κοινωνία, όσο έχει ιστορικά απομακρυνθεί από την «μαγική» νομιμοποίηση της εξουσίας, τόσο το δέος, ως αυτοπεριστολή, έχει περιοριστεί. Όσο περισσότερο προσκολλημένη παραμένει στις παραδοσιακές πηγές νομιμοποίησης, όπως κληρονομικότητα ή μεγάλος πλούτος, τόσο η αποδοχή συνδέεται με τα εξωτερικά αυτά στοιχεία, που ως θεμέλιο του δέους, εξασφαλίζουν στους πολιτικούς αντιπροσώπους εύκολη αποδοχή και την άκοπη διάρκειά της.
Αυτός είναι ο λόγος που πρόσωπα τα οποία παραδοσιακά δεν ανήκουν σε στρώματα της «ελίτ», επιχειρούν να αντιγράψουν τους τρόπους της, να μιμηθούν τις συμπεριφορές της και να ακολουθήσουν το «παράδειγμά» της. Αναζητώντας την ισχύ της «διαφορετικότητας», ψάχνουν να γίνουν και αυτοί φορείς του δέους της εξουσίας και να θέσουν την γοητεία που γεννά στην υπηρεσία τους.
Πάντοτε, ιδιαίτερα όμως στην εποχή μας, στην εποχή της εικόνας, το πολιτικό πρόσωπο διαρκώς σκηνοθετεί και αυτοσκηνοθετείται. Τα πρώτο μέλημα, ορατό και ευδιάκριτο, είναι η λαϊκότητα, το βάθος αυτής της αναγκαίας για την άσκηση της εξουσίας σχέσης. Το δεύτερο – και άρρητα υπέρτερο – είναι το μέλημα του διαφορετικού και «απρόσιτου», εκείνου που είναι λαϊκός, αλλά και άλλος, που είναι κοντά, αλλά και μακριά, που είναι ένας από εμάς, αλλά και κάτι υψηλότερο από εμάς. Αυτό το κράμα της σχέσης πασχίζει να κατακτήσει ο πρωταγωνιστής, που παραδοσιακά λόγω ταξικής καταγωγής, συχνά, υστερεί.
Η συνάντησή του λοιπόν με την παραδοσιακή «ελίτ» μοιάζει με μηχανική ανάγκη, που σχεδόν μαγικά τον έλκει σε μια κατεύθυνση και τον οδηγεί σε έναν δρόμο. Είναι μια νίκη της αρχέγονης εξουσίας, που υποτάσσει χωρίς μάχη και κερδίζει χωρίς βία.
Πρώτη δημοσίευση, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 26/02/2022