Και όταν η θάλασσα ηρεμεί με την αίσθηση της τρικυμίας να παραμένει ακόμη ζωντανή, μια παλιά συνήθεια οδηγεί τους ντόπιους στην ακτή. Στο πάνω μέρος της, στο χειμερινό της όριο, τα μανιασμένα κύματα έχουν αποθέσει βότσαλα, κοχύλια και ξύλα, που λείανε η θάλασσα και τους έδωσε σχήμα και μορφή. Και με τα ξύλα κομμάτι-κομμάτι, βήμα στο βήμα, οι ντόπιοι φτιάχνουν μικρά δέματα για το τζάκι.
Μου μένει στο νου αυτή η παράξενη περι-συλλογή αντικειμένων, που ταξίδεψαν από του πουθενά σε έναν άγονο τόπο, που πλούτισε η τρικυμισμένη θάλασσα.
Περπατώντας στην ήρεμη ακτή, οι ντόπιοι κάνουν ένα μικρό ταξίδι στο χειμωνιάτικο θαλασσινό σύνορο, εκεί που τους καλεί η ανυπέρβλητη σαγήνη της, πιο δυνατή το χειμώνα από το κάθε καλοκαίρι που φεύγει.
Σήμερα, όλοι εμείς που δεν ξεχάσαμε ποτέ αυτή την παλιά συνήθεια των δικών μας, κάθως καίμε τα αλμυρά θαλασσινά ξύλα στο τζάκι, νιώθουμε την εστία του να μεγαλώνει και να γίνεται στη σκέψη μας μια απέραντη φλεγόμενη ακτή.