Δίπλα στην απορία στεκόταν και στέκεται πάντοτε με θαυμασμό η διαρκώς εναλλασσόμενη ύπαρξή τους. Ιδιαίτερα θαυμαστοί όταν τους έλουζε το δυνατό κύμα του νοτιά και αφρισμένοι έστεκαν εκεί σαν κατάλουστο μικρό και κρυμμένο νησί δίπλα στο γλαρονήσι που αγαπάμε.
Οι παιδικές απορίες είχαν βρει σύντομα από τα χείλη της γιαγιάς της Φωτεινής και της γιαγιάς της Σταυρούλας την οριστική απάντηση. Οι μαρμαροφριγάδες ήταν μαρμαρωμένα πλοία. Πλοία πειρατικά, που απείλησαν κάποια στιγμή στο ξεχασμένο χρόνο το χωριό και τους κατοίκους του. Από το μικρό εξωκλήσι του Άι-Γιώργη, που στέκει εκεί σαν ακοίμητος φρουρός του χωριού στην είσοδό του, ανέβηκε – μας λέγανε με ύφος συγκινητικό και με μια περιγραφή συγκρατημένου φόβου – ο ίδιος ο ‘Αι-Γιώργης πάνω στο περήφανο άλογό του και από την κορυφή του ομώνυμου βουνού, που μπροστά του απλώνεται η θάλασσα, μαρμάρωσε τα πειρατικά πλοία και έδιωξε μακριά την απειλή. Μας έλεγαν με τρόπο πειστικό σκυμμένες με αγάπη πάνω στη συντροφιά, ότι στους βράχους του βουνού του ‘Αι-Γιώργη φαίνονται ακόμη οι οπλές του αλόγου, καθώς με την ορμητική του άνοδο ο ‘Αγιος έσπευδε να προστατεύσει τους κατοίκους.
Σήμερα, εδώ δίπλα μας, από την απογευματινή ματιά της ακτής, τους βλέπουμε εκεί να στέκονται αγέρωχοι και να μας καλούν. Σημάδια στη θάλασσα αξέχαστα ορίζουν σαν μικρό σύνορο τη μικρή και μεγάλη θάλασσά μας. Μπροστά και πίσω από τις φριγάδες, ο κόσμος λίγο αλλάζει, τόσο που θα λέγαμε ότι οι ακτές της Ελίκας και του Μαραθιά μαζί και του Παναρίτη φτάνουν μέχρι το νησί και τις μαρμαροφριγάδες. Η θάλασσα ξεκινάει μετά. Αφού όπως παλιά έτσι και τώρα καθώς κολυμπάμε στις πραγματικές ακτές της θάλασσας που αγαπάμε, στις ακτές που μάθαμε να κολυμπάμε και η στολισμένη τους γραμμή μάς γοητεύει σα γυναικεία κορδέλα στον άνεμο, νομίζουμε ότι θα απλώσουμε το χέρι και θα αγγίξουμε τις μαρμαροφριγάδες, τις ήρεμες ή τις αφρισμένες.
Εδώ στέκουν πάντα, δίπλα μας, μπροστά μας, μέρος της καθημερινής μας ζωής, μικρό θαλασσινό σύνορο της ύπαρξής μας, αρχή και αφετηρία των ονείρων χωρίς όρια.