Είναι προσχηματικό γιατί το θέτει όχι για να ελαφρύνει την Ελλάδα, αλλά για να την εγκλωβίσει σε νέα δοκιμασία. Αποκρύπτει  ότι αν τα άλλα κράτη δεχτούν το «κούρεμα», τότε θα ζητηθεί από την Ελλάδα νέο μνημόνιο άγριων περικοπών, ακριβώς όπως και το πρόσφατο πακέτο ήταν όρος για το «κούρεμα» των ιδιωτών με το PSI.

Επειδή όμως νέα μέτρα είναι πολιτικά αδύνατον να ψηφιστούν ξανά, μια τέτοια απαίτηση θα σημάνει το τέλος της χρηματοδότησης και θα πυροδοτήσει τη διαδικασία χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη. Οσοι υιοθετούν τις απόψεις του ΔΝΤ επειδή τάχα δικαιώνουν τις δικές τους για διαγραφή του χρέους, ας σκεφτούν και το κρυφό τίμημα που περικλείει αυτή η επιλογή.

Είναι υποκριτικό γιατί αν το ΔΝΤ νοιαζόταν πράγματι για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα είχε φροντίσει εδώ και πολλούς μήνες να πείσει τα ευρωπαϊκά κράτη αντί να κρατά παρελκυστική τακτική και να το ζητεί εκβιαστικά τη στιγμή της εκταμίευσης για να την τορπιλίσει.

Γίνεται όμως ακόμη πιο υποκριτικό γιατί το ΔΝΤ ξέρει ότι κύρια αιτία για την εκτόξευση του χρέους στο 190% του ΑΕΠ το 2013 είναι η βαθιά ύφεση και χρειάζεται κάτι που θα ανακούφιζε την οικονομία χωρίς να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα αθετεί τις συμφωνίες της. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις τρόποι για να μειωθεί σημαντικά το χρέος:

Πρώτον, με την υπαγωγή της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στο κοινό ταμείο που δημιουργείται, όπως θα γίνει με την Ισπανία. Αυτό θα μειώσει το χρέος τουλάχιστον κατά 27 δισ. ευρώ, δηλαδή 14% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, η επαναγορά φτηνών ελληνικών ομολόγων μπορεί να μειώσει την ονομαστική αξία του χρέους κατά 9% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα την επαναγορά έκανε η ίδια η ΕΚΤ, όπως έχει δηλώσει ότι θα πράξει για Ισπανία και Ιταλία, η μείωση θα ήταν μεγαλύτερη.

Τρίτον, συνδυάζοντας επιμήκυνση εξόφλησης, αποκλιμάκωση επιτοκίων και μορατόριουμ αποπληρωμής για μερικά χρόνια, το κόστος εξυπηρέτησης πέφτει αισθητά και ισοδυναμεί με μείωση χρέους κατά άλλες 11 μονάδες.

Τέταρτον και σημαντικότερο, αν εφέτος και του χρόνου αντί για την άγρια ύφεση που αθροιστικά θα ξεπεράσει το -12% είχαμε έστω στασιμότητα στο επίπεδο του 2011, το χρέος από μόνο του θα γινόταν λιγότερο κατά 21% του ΑΕΠ.

Το σύνολο των παραπάνω μειώσεων είναι τουλάχιστον 55% του ΑΕΠ και θα έκανε το χρέος την επόμενη χρονιά να πέσει δραστικά στο 135% του ΑΕΠ. Από εκεί εύκολα θα έφτανε κάτω του 120% ως το 2020 όπως απαιτείται, χωρίς «κούρεμα» κρατικών δανείων και – το κυριότερο – χωρίς την εχθρότητα της κοινής γνώμης των χωρών που τα έδωσαν πείθοντας τους φορολογουμένους τους ότι θα τα ξαναπάρουν. Η Ελλάδα μπορεί και στο μέλλον να χρειαστεί συνδρομή από άλλα κράτη και δεν συμφέρει καθόλου να την καταριούνται ότι φέρθηκε σαν «μπαταχτσής» στους πολίτες τους.

Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι καμία από τις παραπάνω πολιτικές δεν είναι ανέφικτη. Οι δύο πρώτες ήδη εφαρμόζονται για άλλες χώρες, η τρίτη συζητείται στο Eurogroup, ενώ η τέταρτη θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί και με το παραπάνω αν τα δύο προηγούμενα μνημόνια δεν έπεφταν τόσο τραγικά έξω στις δικές τους προβλέψεις. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ πίστευε ότι κόβοντας επενδύσεις, γονατίζοντας τις χαμηλές συντάξεις και εξαθλιώνοντας τις εργασιακές συνθήκες, η οικονομία θα είχε τη διετία 2012-2013 ονομαστικούς ρυθμούς μεγέθυνσης 4,3% (έκθεση ΔΝΤ, Σεπτέμβριος 2010).

Το ίδιο πίστευε και η Ευρωπαϊκή Ενωση όταν πέρυσι ενέκρινε 16 δισ. ευρώ για έργα ανάπτυξης, αλλά σήμερα δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει, παρά τα κηρύγματα που κάθε τόσο εξαπολύονται. Τα ίδια και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που πριν από οκτώ μήνες υποσχέθηκε δάνεια στις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά ως τώρα δεν έχει χορηγήσει ούτε ένα, όπως κατήγγειλε προχθές ο επίτροπος Περιφερειακής Ανάπτυξης Γιοχάνες Χαν.

Για να πετύχει η μείωση του χρέους χρειάζεται σχέδιο, δουλειά και σοβαρότητα, αντί για υφεσιακές πολιτικές διανθισμένες με ευχολόγια και αφελείς προβλέψεις. Κυρίως όμως πρέπει να βασίζεται στην ανάπτυξη που ως τώρα τα μνημόνια με καίρια ευθύνη του ΔΝΤ απέτυχαν να επαναφέρουν. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η Ισπανία πασχίζει να αντιμετωπίσει την κρίση μέσα στην Ευρώπη, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο την εμπλοκή του.

Δυστυχώς μερικοί εξακολουθούν να θέλουν την παρουσία του ΔΝΤ, επειδή φοβούνται ότι αν αποχωρήσει θα σταλεί αρνητικό μήνυμα στις αγορές και θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό. Ο μεν πρώτος φόβος είναι ανύπαρκτος, αφού η Ελλάδα θα αργήσει να βγει στις αγορές, ενώ ο  δεύτερος υπερβολικός γιατί το ποσόν είναι λιγότερο από 10 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία. Αν μάλιστα με την αποχώρηση του ΔΝΤ η ελληνική οικονομία ορθοποδήσει πιο γρήγορα, ίσως δεν τα χρειαστεί καν.

Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τις απειλές του ΔΝΤ, αλλά μόνο από τη συνέχιση της πολιτικής που αυτό έχει επιβάλει. Η σημερινή διαμάχη είναι μία ευκαιρία για την ελληνική κυβέρνηση να διαμορφώσει νέες συμμαχίες με τις ευρωπαϊκές χώρες χωρίς το ΔΝΤ και να διαπραγματευτεί μια σταδιακή απεμπλοκή από τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια.

Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.

Κοινοποίηση