Μέσα στα πολλά και σύνθετα που έχουν συμβεί τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα της πολύπλευρης κρίσης έχουν γίνει σημαντικές διεργασίες και στο επίπεδο της μόδας με πολιτικό πρόσημο. Η διαμόρφωση ενός νέου τρόπου έκφρασης και εμφάνισης των εκπροσώπων της εξεγερμένης, αγανακτισμένης ή οργισμένης κοινής γνώμης φαίνεται να αποτελεί κεντρικό πολιτικό και πολιτισμικό ζητούμενο. Είτε αυτό αφορά πολιτικούς και συνδικαλιστές είτε καλλιτεχνικούς κύκλους που καλούνται να αισθητικοποιήσουν άμεσα τη γενικευμένη δυσθυμία, ένας βασικός κανόνας διαπερνά όλες τις περιπτώσεις: διαγωνισμός στην έξυπνη (συχνά και προσβλητική) ατάκα, ανεπίσημο ντύσιμο, θυμωμένο ύφος.
Κατά κάποιον τρόπο, τη συγκεκριμένη εξέλιξη την προέβλεψε και την παρότρυνε μια από τις πιο ακριβές εταιρείες ρούχων (Diesel) σε μια διαφήμιση που έχουμε δει και στους δρόμους της Αθήνας: νεαρός με «αναρχικό» look (αρβύλες, στρατιωτικό μπουφάν και παντελόνι κτλ.) περιβάλλεται από καπνογόνα και ποζάρει αγέρωχος στη φωτογραφική κάμερα υπό το σλόγκαν «Οι κυβερνήσεις θα σε μισήσουν». Η βιομηχανία της μόδας και του καταναλωτισμού, δυναμική και συχνά αντισυμβατική, κατανόησε και προέβαλε γρήγορα το νέο λαϊφστάιλ που θα ταιριάξει στις σημερινές δύσκολες συνθήκες.
Το ίδιο γρήγορα προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα του συλλογικού συναισθήματος οι εκπρόσωποι του «λαού», θέλοντας να διαψεύσουν τον παλιό στίχο του Σαββόπουλου πως είναι «έρημοι και απρόσωποι». Οι πολιτικοί (όχι μόνο της Αριστεράς) αφαίρεσαν τη γραβάτα από τον ενδυματολογικό τους κώδικα υιοθετώντας το στυλ με τα ανοιχτά πουκάμισα ως σύμβολο λαϊκότητας. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις οι βασικοί καταγγέλλοντες του ξεπεσμού του δημόσιου λόγου και των τηλεπαραθύρων αναδεικνύονται στους καλύτερους μαθητές τους, αναπτύσσοντας τη στρατηγική της επιθετικότητας, της εύκολης ατάκας, του εκ προοιμίου προσβεβλημένου που δεν θα αφήσει τίποτα να πέσει κάτω, διακόπτοντας σε κάθε ευκαιρία τους συνομιλητές τους. Ενδιαφέρον μάλιστα έχει ότι αυτή η στρατηγική δεν γνωρίζει έμφυλους διαχωρισμούς και ότι, συχνά, πολιτικοί εκπρόσωποι του «ασθενούς» φύλου διεκδικούν τα πρωτεία στη «μάγκικη» ή στην «επιθετική» υφολογία.
Οι συνδικαλιστές κυρίως του ευρύτερου δημόσιου τομέα φόρεσαν τα μπουφάν τους, πύκνωσαν τα γένια τους και με συνοφρυωμένο πρόσωπο κάνουν σε κάθε ευκαιρία επίδειξη γενναιότητας και αντάρτικης κοσμοθεωρίας, φτάνοντας ακόμη και σε σουρεαλιστικές απειλές ότι δεν θα θάβουν τους νεκρούς για να μη βγουν κάποιοι συνάδελφοί τους στη διαθεσιμότητα. Το πλάνο στην κλούβα της Αστυνομίας που θα αποδεικνύει την κρατική καταστολή απέναντι στο «χειμαζόμενο εργατικό κίνημα» είναι το ζητούμενο που εύκολα ικανοποιείται με βάση αυτές τις εκφράσεις επιμελημένης ακρότητας.
Καλλιτέχνες της έντεχνης αλλά και της λαϊκής-ποπ μουσικής σκηνής επιδίδονται σε ανταγωνισμό μιας επαναστατημένης στιχουργικής που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της και πριν από την κρίση στις καλοκαιρινές παραλίες, κάνοντας τους λουομένους να λικνίζονται στους ρυθμούς του καταγγελτικού ελληνικού χιπ-χοπ. Σε πλήρη ασυνέχεια με την πρώτη μεταπολιτευτική πολιτικού περιεχομένου στιχουργική, τα σημερινά αντίστοιχα τραγούδια, είτε επιθεωρησιακά (π.χ. Σταμάτης Κραουνάκης) είτε χασαπικο-βαρύγδουπα (π.χ. Notis Σφακιανάκης), καλούν στην απόλυτη αποστράτευση, στον μηδενισμό του πολιτικού συστήματος, στη μελοποιημένη μούντζα. Αδύναμα πια να αποθεώσουν την προσφυγή στην πολυτελή κατανάλωση και στην ερωτική ιδιώτευση, όπως έκαναν τις προηγούμενες δεκαετίες, εξιδανικεύουν την επανάσταση με αιτία τον εκπίπτοντα συλλογικό ναρκισσισμό.
Αλλά όπως ακριβώς ο ήρωας της προαναφερθείσας διαφήμισης αδυνατεί να κρύψει ότι η εξεγερμένη ενδυματολογία του αποτελεί μέρος τής – πολυτελούς μάλιστα – βιομηχανίας της κατανάλωσης, έτσι και οι εκπρόσωποι της πολιτικής, συνδικαλιστικής και καλλιτεχνικής επαναστατικότητας δύσκολα μπορούν να κρύψουν ότι υπήρξαν τμήμα μιας προνομιούχας ελίτ της ελληνικής κοινωνίας την εποχή της αφθονίας. Οι πολιτικοί που γαλουχήθηκαν στην dolce vita – αν όχι στο Κολωνάκι, σίγουρα στα μπαράκια και στις εναλλακτικές διακοπές -, οι συνδικαλιστές που συμμετείχαν σε πάρτι κακοδιοίκησης και κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος, αλλά και οι καλλιτέχνες που πρωτοστάτησαν στη φούσκα του αφορολόγητου πλουτισμού όχι μόνο δεν μπορούν τελικά να εκφράσουν, αλλά και μάλλον διαστρέφουν τη γενικευμένη αμηχανία, τον φόβο και την ανασφάλεια των ανέργων και των πολλαπλώς βαλλομένων από την οικονομική κρίση. Αντί να προωθούν το πνεύμα της εύλογης ριζοσπαστικότητας, μάλλον το υπονομεύουν. Γιατί στην περίπτωσή τους ο βασιλιάς όχι μόνο δεν είναι γυμνός αλλά ολοφάνερα είναι καλοντυμένος, παρά την ατημέλητη αμφίεση και τα προοδευτικά στολίδια.
Ο Bασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ