Ιστοσελίδα, www.athensvoice.gr, 11/06/2018
Ταξιδεύαμε πάντα ανοιχτά. Και εκείνος ο μικρός κόλπος που βλέπαμε, γινόταν κάθε φορά αφορμή συζήτησης.
Είχαμε καταλήξει ότι είναι απρόσιτος. Και επικίνδυνος. Καλοκαίρια και καλοκαίρια ταξιδέψαμε μπροστά του. Φοβόμαστε, ξένοι ταξιδευτές εμείς, πάντα τις άγνωστες ακτές. Κρύβουν κινδύνους και παγίδες. Η ανοιχτή πορεία σε προστατεύει.
Εκείνο το πρωί ο ψαράς μπαίνει με μεγάλη ταχύτητα στον κόλπο. Ακολουθούμε τη γραμμή του. Ασφαλείς πάνω στην πλεύση του. Σίγουρα αυτός ξέρει. Χρόνια και χρόνια θα βρίσκει καταφύγιο σε δύσκολους καιρούς.
Το μικρό θαύμα ανοίγεται μπροστά μας. Κανονική αγκαλιά, στην άκρη του πουθενά, όμορφη και φιλόξενη. Αγκυροβολήσαμε εύκολα. Ο γάντζος έπιασε στο βράχο. Θα μέναμε όλη την ημέρα εκεί. Είχε γίνει δικός μας ο απρόσιτος κόλπος. Στο μυχό του μικρού κόλπου η ακτή είναι βελόνες που κεντούν τον ουρανό. Απάτητες. Αδιάβατες.
Ποτέ μην προγραμματίζεις στο ταξίδι. Η ιδέα του Γιώργου να κατεβάσει στη θάλασσα τον όμορφο κορμό, που το κύμα τον είχε πετάξει στα ψηλά, βρήκε ομόφωνη άρνηση.
Ήταν αλήθεια ότι εκείνος ο κορμός, μεγάλος, μακρύς, πολύμορφος, βαρύς, κίνησε τη φαντασία. Θέλαμε να τον πάρουμε μαζί μας. Η δυσκολία της ακτής γέννησε την άρνηση στη ιδέα του Γιώργου.
“Δεν γίνεται, δεν γίνεται. Δεν κατεβαίνει στη θάλασσα. Είναι αδύνατον να τον πάρουμε μαζί μας”.
Αφήναμε για μετά τις υποθέσεις. Για την ιστορία και τον πιθανό βίο του κορμού. Πού φύτρωσε, πού μεγάλωσε, πώς χάθηκε, από ποιόν τόπο ταξίδεψε.
Ο Γιώργος είχε ήδη βάλει το σχέδιο σε κίνηση. Όλα είναι θέμα μοχλού, μας είπε, επικαλούμενος την επιστήμη του. Μαθηματικός ο Γιώργος, βλέπει τον κόσμο πιο πρακτικά. Και με επιμονή, πόντο – πόντο, μόνος του, στις απάτητες μικρές κορυφές της ακτής, κέρδισε την απόσταση μέχρι το κύμα. Του χρειάστηκαν 2-3 ώρες. Σε λίγο ο μεγάλος κορμός πλέει στον ήρεμο κόλπο.
Παίρνουμε πίσω όλες τις αντιρρήσεις μας και το ομόφωνο χειροκρότημα ηχεί διπλά στην ησυχία του σημείου. Χαμογελά ο Γιώργος, χωρίς να μας πει λέξη για το σχέδιο.
– Θα τον πάρουμε μαζί μας. Θα τον βάλουμε στον κήπο, μας είπε. Θα τον φυτέψουμε ξανά.
– Αδύνατον. Ήρθε πάλι η άρνηση και υψώθηκε η αντίρρηση.
– Είμαστε δεκαπέντε μίλια μακριά. Ο καιρός θα χαλάσει. Θα σπάσουν τα σχοινιά. Πρέπει να ταξιδέψουμε με 2 μίλια, θα κάνουμε ώρες να φτάσουμε.
Το χαμόγελο του Γιώργου, που ήταν δίκαια γεμάτος με την πρώτη ικανοποίηση, έκρυβε την απάντησή του.
Δεινός κολυμβητής ο Γιώργος, είχε ήδη δέσει το σκοινί με τον κορμό. Άρχισε να δίνει οδηγίες για την πλεύση. Ταχύτητα, 2-3 μίλια. Πλώρη στον καιρό. Θα κόβεις, λέει, στον καπετάνιο, κάθε φορά που η πίεση θα μεγαλώνει. Αν διαθέταμε κάμερα, θα είχαμε γυρίσει ταινία μικρού μήκους.
Αφήνουμε πολύ αργά πίσω μας το γνωστό μας και αγαπημένο πια, μικρό κόλπο. Ο κορμός, σαν κήτος που αγκομαχά, σαν φάλαινα που βυθίζεται και ξαναβγαίνει, έρχεται πίσω μας, βουβός ακόλουθος της παράδοξης εκείνης εκδρομής.
Ο Γιώργος στην πρύμνη. Ήταν ήδη μεσημέρι. Και η μπουκαδούρα θα έφερνε μαζί της έντονο κυματισμό.
Ο Γιώργος ανησυχεί. Την ξέρει τη θάλασσα από παιδί και διαβάζει κάθε σταγόνα της. Θα σπάσει το σκοινί, μας λέει.
Μετά από την κατάληξη των πραγμάτων στην έως τώρα μικρή περιπέτεια, καμιά αντίρρηση δεν εκφράζεται.
– Κόψε λίγο, λέει στον καπετάνιο. Θα τον χάσουμε.
Είμαστε ακόμη ανοιχτά και η ελπίδα να φτάσουμε στον κήπο με τον κορμό λιγόστευε. Το σκοινί δεν άντεξε. Καϊκι και κορμός είναι πια διαφορετικά πλεούμενα. Η βουτιά του Γιώργου στο πέλαγος φέρνει μικρή ανησυχία. Όλα θα γίνουν γρήγορα. Διπλό σκοινί. Νέο, γερό δέσιμο. Ο κορμός θα υπακούσει και πάλι τη γραμμή της πλώρης.
Ξεκινάμε. Θαυμαστική σιωπή. Ο παφλασμός του κορμού που μας ακολουθεί, ο μικρός κυματισμός που γεννάει, γεμίζει απορία τους παρατηρητές της ξηράς. Είχαμε ήδη πλησιάσει στην ακτή κάτω από τον κήπο.
– Τί έχουν δέσει; Τί κουβαλάνε; Πιάσανε τόσο μεγάλο ψάρι; Είναι η βέβαιη απορία τους.
Σε λίγο όλα θα λυθούν. Ο κορμός θα βγει στην άμμο. ο Στράτος με το τρακτέρ. Ο Νεκτάριος με την τέχνη του. Ανυψωμένος ο κορμός στον κήπο ατενίζει το πέλαγος. Το χαμόγελο του Γιώργου είναι το ελάχιστο συμπλήρωμα του μικρού αυτού απρόσμενου ταξιδιού.
Καθώς τελειώνει η μέρα και το βουνό του Φονιά ρίχνει τον ίσκιο του στον τόπο του αιώνιου καλοκαιριού, ο Βασίλης παρατηρεί σιωπηλά τον κορμό, που στη νέα του θέση ετοιμαζόταν για το νέο κύκλο της ζωής του.
– Λες να φυτρώσει; ρωτάω τον Βασίλη.
Με αποπαίρνει με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο όλη η παρέα.
– Μην αρχίσεις πάλι τις ιστορίες, Λευτέρη, μου λένε όλοι με μια φωνή. Και εθισμένος εγώ, άρχισα να τους μιλάω για τη ράβδο του Ααρών.