Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/02/2018
Αν η αναίδεια είχε όρια, δεν θα ήταν αναίδεια.
Αν η αμετροέπεια είχε μέτρο, θα μιλούσε με χαμηλή φωνή.
Αν η ύβρις είχε όρια, θα καταργούσε τον εαυτό της.
«Είμαστε από άλλο υλικό φτιαγμένοι» ακούσαμε.
Ποιος ομιλεί;
Αντιπρόσωπος κάποιας άγνωστης ανώτερης φυλής;
Εξωγήινος επισκέπτης;
Ασκητικός ψευδοπροφήτης που συγκρίνει τον εξαγνισμένο εαυτό του με τους κοινούς και αμαρτωλούς θνητούς;
Αν κάποιος ακροατής δεν έβλεπε το πρόσωπο του έλληνα πρωθυπουργού και άκουγε μόνο, θα έλεγε: Είναι η ύβρις, η ύβρις ομιλούσα.
Τι θέλει να μας πει ένας άνθρωπος, απευθυνόμενος σε άλλους ανθρώπους, πέρα από τις συνθήκες που εκφωνείται ο λόγος του, διακηρύσσοντας ότι «είναι από άλλο υλικό»;
Τι διεκδικεί;
Τι επιδιώκει;
Είναι προφανές ότι διεκδικεί μια θέση ανωτερότητας και πασχίζει να τοποθετηθεί στο ύψος της. Δεν ανήκει στην τρέχουσα κατάσταση, δεν είναι μέρος της ανθρώπινης περίστασης, δεν είναι μέτοχος της μικρότητας των πολλών. Είναι άλλος, είναι αλλού, είναι πέραν.
Κλασικός μηχανισμός αυτοτροφοδοσίας κάθε εξουσιαστικής συνείδησης, που η κυριαρχία με όλα τα μέσα είναι ο μόνος στόχος της. Εδώ το μέσο είναι η επίκληση της ανωτερότητας.
Είναι πάντα ευρύ το πεδίο περιπλάνησης αυτής της ερημικής και ερημωμένης ψευδούς συνείδησης. Θα σταθώ σε δύο επίπεδα.
Πρόκειται στο πρώτο επίπεδο για επίκληση ιδεολογικής ανωτερότητας. Σε πολλές περιπτώσεις ο Πρωθυπουργός – αυτός ομιλεί – έχει διεκδικήσει την ιδεολογική ανωτερότητα. Από το «εμείς ή αυτοί» μέχρι το αυτο-υμνούμενο «ηθικό πλεονέκτημα», η μάχη δίνεται για την υποτίμηση και τον υποβιβασμό του άλλου. Ο ίδιος και τα στελέχη του δεν είναι δα και κάτι συνηθισμένο. Είναι το ίδιο το «πνεύμα της Ιστορίας».
Οπαδός μιας εσχατολογικής ιδεολογίας επιτρέπει στον εαυτό του όλα τα μέσα. Και μέσα στην πρόταση «είμαστε φτιαγμένοι από άλλο υλικό» κατοικεί ο πραγματικός πολιτικός εαυτός του. Πιστεύει ότι είναι κάτοχος της καθολικής Αλήθειας για τον κόσμο και συνεπώς του επιτρέπεται η ερμηνεία κάθε εκδήλωσης αυτού του κόσμου. Ερμηνεία και κρίση.
Η επίκληση της ιδεολογικής ανωτερότητας δεν αρκεί. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι οι εξουσιαστές στη διαδρομή της Ιστορίας. Χρειάζεται κάτι ακόμη. Υψηλότερο. Υψηλότερο και υπέρτερο. Χρειάζεται η ηθική ανωτερότητα.
Χρειάζεται μια κάποια επικοινωνία με το «θείο». Διεκδικεί έτσι με τον λόγο του την ίδια την ενσάρκωση του Καλού. Είναι η εσχατολογική υπόστασή του. Χωρίς αυτό η ύβρις θα είχε περιορισμένη ακτινοβολία. Και δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την αποστολή της. Δεν θα άγγιζε ποτέ τον έσχατο εαυτό της.
Η διεκδίκηση της ηθικής ανωτερότητας είναι ακριβώς η έσχατη πλευρά της ύβρεως. Είναι το τελευταίο βήμα της καταστροφικής της οντότητας.
Για να υπάρξει, δανείζεται το Καλό. Κλέβει από τον πυρήνα του ηθικού το περιεχόμενό του και χτίζει τη μεταμφιεσμένη της φύση. Εξερχόμενη στον κόσμο και ομιλούσα, η ύβρις υιοθετεί τον λόγο της αλήθειας στο τελικό στάδιο της δημόσιας παρουσίας της. Γνωρίζουμε όμως ήδη καλά ότι «ακόμη και οι αλήθειες που λέει, είναι μια στιγμή του ψεύδους της». Αυτό το ψεύδος που είναι το τελικό όπλο της ψυχολογικής καταστολής, στην υπηρεσία της εξουσίας και εναντίον των ανθρώπων.
Εμείς που ανήκουμε στους κοινούς θνητούς, εμείς που δεν είμαστε «φτιαγμένοι από άλλο υλικό», αγαπάμε την απλή και ισότιμη, ανθρώπινη περίστασή μας. Και αντιμαχόμαστε κάθε πολιτική και ιδεολογική υπεροψία.
Η δημοκρατία είναι μια διαλογική κατάσταση. Δεν ανήκει σε κανέναν ξεχωριστά. Ανήκει σε όλους, σε όλους που μετέχουν.
Η συνειδητοποίηση είναι το όπλο απέναντι στους εχθρούς της. Διαφορετικά αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται στην Ιστορία σαν μαινόμενη πυρκαγιά.