Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από κενό νοήματος. Αυτό μας παραπέμπει σε καιρούς στερημένους. Και σε αυτούς τους στερημένους καιρούς, αυτό που ονομάζουμε πνευματική παρουσία της Εκκλησίας, μέσα από τον απελευθερωτικό ευαγγελικό λόγο, είναι όσο ποτέ αναγκαίο. Στο μέτωπο της κρίσης νοήματος η Εκκλησία απουσιάζει.
Και δεν είναι αποτέλεσμα – φοβάμαι – δυστυχώς ούτε στοχασμού ούτε περίσκεψης. Φαίνεται περισσότερο να είναι ένας αυτο-εγκλεισμός στη διοικητική διάσταση και στην εξουσιαστική επαλήθευση. Πρόκειται για απόσυρση από τον σύγχρονο κόσμο. Μια απόσυρση φόβου και υπολογισμού. Η προτροπή του Ιησού στους μαθητές του να μη φοβούνται δεν ήταν φυσικά στιγμιαία. Η άρνηση του φόβου ισχύει πάντα.
Ακούω τον αντίλογο: Μα δεν κάνει τόσα πράγματα η Εκκλησία; Δεν είναι παρούσα με πρωτοβουλίες υποστήριξης και αλληλεγγύης; Και ένας ακόμη αντίλογος. Μα δεν τοποθετείται ο Αρχιεπίσκοπος με δηλώσεις υπέρ των αδυνάμων; Αναγνωρίζω και το ένα και το άλλο. Δεν αρκεί ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Συχνά οι πρωτοβουλίες αυτές, επιβαλλόμενες, σεβαστές και άξιες, γίνονται άλλοθι αφωνίας. Και αυτή η αφωνία τοποθετεί στην εποχή της σκοτεινής κρίσης την Εκκλησία στην άκρη. Η θέση της είναι στο κέντρο της μάχης, μέσα στο πύρινο γίγνεσθαι του παρόντος. Και πέρα από τον πεπερασμένο ορίζοντα της στιγμής. Με δυνατό λόγο, ενάντιο λόγο, υποστηρικτικό λόγο. Στο πλευρό των ανθρώπων. Αμεσα, ταπεινά και συγκεκριμένα. Οπως κάνουν πολλοί εμπνευσμένοι απλοί ιερείς στις ενορίες τους.
Ο «Εκκλησιαστής» μιλάει «για τον καιρό του σιγάν και τον καιρό του λαλείν». Η εποχή μας είναι καιρός του λαλείν. Και της σύγκρουσης που αναπόδραστα το λαλείν φέρει. Μακριά από την ησυχία του σιγάν.