Πολύ κρίμα γιατί ο κ. Καμμένος προσωποποιούσε με τον καλύτερο τρόπο το είδος της πολιτικής που φορείς του είναι τα συγκεκριμένα και τα παρόμοια πολιτικά στελέχη, ενώ οι ίδιοι ήσαν απολύτως αντάξιοι του πρώην αρχηγού τους. Ο κόσμος των ιδεών δεν θα ραγίσει υπό την απειλή έκλειψης ενός κόμματος που αποτύπωνε το βάθος της κρίσης μέσα από την ανάδυση τέτοιων σχημάτων, χωρίς ιδεολογικές συντεταγμένες, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς πεδίο κοινωνικής αναφοράς, χωρίς (τελικά) άλλο λόγο ύπαρξης πέρα από τη συγκυριακή έκφραση της αποστροφής μεγάλων στρωμάτων πολιτών για την αναξιοπιστία, την ανακολουθία και τον εμπαιγμό τους από τους πυλώνες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες υπήρξαν το σαφέστερο δείγμα του βέρτιγκο ευθυκρισίας στο οποίο έχει φέρει την ελληνική κοινωνία η παρατεταμένη περιδίνησή της στην ταυτόχρονη οικονομική κατάρρευση και πολιτική απαξίωση.
Η κρίση, όμως, των Ανεξάρτητων Ελλήνων δρομολογεί πολύ σημαντικότερες ανακατατάξεις, για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, στερεί τον ΣΥΡΙΖΑ από την προοπτική κάποιου άλλου μελλοντικού κυβερνητικού εταίρου πλην της ΔΗΜ.ΑΡ. Η προοπτική αλλαγής του εκλογικού νόμου, με καθιέρωση ενός πολύ αναλογικότερου συστήματος (αν όχι της «απλής και άδολης» αναλογικής) θα καταστήσει βεβαιότητα και με αριθμητικούς, πέρα από τους πολιτικούς, όρους την ανάγκη συμμετοχής της ΔΗΜ.ΑΡ. σε οποιοδήποτε μετεκλογικό σχήμα. Όσοι στο ΣΥΡΙΖΑ φλέρταραν με την ιδέα μιας ετερόκλητης συγκυβέρνησης χωρίς πολιτική συνάφεια, με συγκυριακή μόνο συγκολλητική ουσία τον εθνοκεντρισμό και την αντιμνημονιακή καταγγελία, διαπιστώνουν τώρα ότι ο κ. Καμμένος και το non paper θα μας λείψουν στην επόμενη προεδρική διαβούλευση. Επομένως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στη διαδικασία ωρίμανσης του ενιαίου κόμματος, έχει να επεξεργαστεί ένα και μόνον βάσιμο σενάριο, αν εξασφαλίσει, όπως δείχνει η φορά των πραγμάτων, την πρώτη θέση: μια κυβέρνηση αριστερόστροφη, μαζί με τους μέχρι πρόσφατα συναγωνιστές και σήμερα σχετλιαστικά καταγγελλόμενους ως μετόχους της «τρόικας εσωτερικού», δηλαδή τη ΔΗΜ.ΑΡ. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, τα ερωτήματα πηγαίνουν στο βαθύ και ουσιαστικό ζήτημα: τη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής κυβερνητικής πρότασης, με συναίσθηση της κατάστασης, με συνειδητοποίηση των καταναγκασμών αλλά και της σημασίας τους ως διεθνών συμμαχιών, με πρόταγμα τη διατήρηση της ευρωπαϊκής τροχιάς της χώρας, με κοινωνική αντίληψη και προοδευτικό στίγμα.
Δεύτερον, η αποσύνθεση των ΑΝ.ΕΛ. ανατρέπει τις εσωτερικές ισορροπίες στην ήδη αποσταθεροποιημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της τρικομματικής κυβέρνησης. Η Ν.Δ. και ο ίδιος ο κ. Σαμαράς έχουν δώσει επανειλημμένα δείγματα για τη διάθεσή τους να χειραφετηθούν πραξικοπηματικά από τους καταναγκασμούς που επιβάλλει το περιβάλλον ενός συνασπισμού εξουσίας, όπως συνέβη με την κατασκευή της εικόνας του Πρωθυπουργού ως μοναδικού εκφραστή της χώρας το καλοκαίρι (πριν έρθουν τα νέα μέτρα και το φορολογικό να τον προσγειώσουν), αλλά και με την περιφρονητική προς τους εταίρους του μονομερή κίνηση αλλαγής του νόμου για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας. Στο βαθμό που η ΝΔ θα ενισχύεται, είτε μόνον επειδή θα εξασθενεί ένα κόμμα-στέγη για δυσαρεστημένους ψηφοφόρους ή και χολωμένα στελέχη, είτε –πολύ περισσότερο- εφόσον ενισχυθεί η κοινοβουλευτική ομάδα της με την ένταξη ΑΝΕΞ.ΕΛ.εγκτων βουλευτών, θα πολλαπλασιάζονται οι τάσεις επικυριαρχίας, με ταυτόχρονη επένδυση στον εγκλωβισμό των κυβερνητικών εταίρων. Το ΠΑΣΟΚ, χωρίς πολιτικό στίγμα που να φτάνει έως την επόμενη κάλπη, στοιχειωμένο από τα προσωπικά αδιέξοδα μιας πλειάδας στελεχών με ματαιωμένες φιλοδοξίες, αδυνατεί να κατανοήσει ότι η επιβίωσή του περνάει μέσα από την άρση της εικόνας του «πολιτικού ασθενούς», στην οποία επενδύει η Ν.Δ. για να το απομυζήσει εκλογικά μέσα από τα επερχόμενα σκληρά διλήμματα. Για τη ΔΗΜ.ΑΡ., όμως, έχει έρθει η ώρα να αντιληφθεί ότι το πολιτικό της βάρος –και σήμερα και αύριο- αφορά την κεντρική θέση της στο πολιτικό φάσμα, υπερβαίνει και δεν συνδέεται πια με το εκλογικό της ποσοστό και, επομένως, δεν έχει απεριόριστο χρόνο για να προσαρμοστεί στις ευθύνες αυτής της νέας, διαρκούς πραγματικότητας.