Τα κόμματα, ιδίως αυτά που συμμετείχαν στη διακυβέρνηση του τόπου, συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από τους ψηφοφόρους τους περισσότερο ως μέρος της κρίσης και λιγότερο ως εν δυνάμει φορείς μιας επιθυμητής λύσης. Ακόμη και στην καλύτερη εκδοχή τους, δεν φαίνεται να πείθουν τους απογοητευμένους και δύσπιστους Ελληνες. Στην ίδια πανελλαδική δημοσκόπηση μόνο ο ένας στους τρεις πολίτες (33,5%) εκτιμά πως τα πράγματα για τη χώρα θα πάνε προς το καλύτερο με τη βελτίωση και ανανέωση των υπαρχόντων κομμάτων. Η πλειονότητα των ερωτωμένων συνδέει τη βελτίωση των πραγμάτων με τη δημιουργία νέων κομματικών σχηματισμών τόσο στον χώρο του κέντρου και της Κεντροαριστεράς όσο και στον χώρο της Κεντροδεξιάς.
Σε μια μεταβατική εποχή έντονων ανακατατάξεων, όπως η σημερινή, φαίνεται να ευνοούνται περισσότερο οι προσπάθειες δημιουργίας νέων φορέων πολιτικής και λιγότερο οι προσπάθειες επανατοποθέτησης και ανασύνταξης των υπαρχόντων.
Ωστόσο, η απαξίωση προς ό,τι μοιάζει ξεπερασμένο δεν σημαίνει αποδοχή σε οτιδήποτε φαίνεται καινούργιο. Στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις υπάρχουν παραδείγματα νέων κομμάτων που δεν κατόρθωσαν να περάσουν το όριο του 3% και κομμάτων που κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια πρώτη σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία. Το ίδιο ίσχυσε άλλωστε και για τα «παλαιότερα» κόμματα. Αλλα κατέρρευσαν και άλλα αύξησαν εντυπωσιακά τη δύναμή τους. Το ποια κόμματα θα περάσουν το κατώφλι της Ιστορίας στο μέλλον δεν θα εξαρτηθεί από την ημερομηνία ίδρυσής τους, αλλά από το τι εκφράζουν πραγματικά. Από την αλήθεια τους, την ειλικρίνειά τους, τον πολιτικό ρεαλισμό και την καινοτόμο σκέψη τους.