Οι τρεις πέτρινοι βράχοι, μακρόστενοι και καλοφτιαγμένοι, μοιάζουν από μακριά σαν πλοία σε παράταξη, το ένα πίσω από το άλλο, έτοιμα να σηκώσουν άγκυρες και να υψώσουν πανιά.
Μαρμαροφριγάδες τους λένε οι ντόπιοι. Ένας θρύλος τους αγκαλιάζει. Οι μαρμαροφριγάδες είναι μαρμαρωμένα πλοία. Πλοία πειρατικά, που απείλησαν κάποια στιγμή στον ξεχασμένο χρόνο το χωριό και τους κατοίκους του. Από το μικρό εξωκλήσι του ‘Aι-Γιώργη, που στέκει εκεί σαν ακοίμητος φρουρός του χωριού στην είσοδό του, ανέβηκε – μας λέγανε οι γιαγιάδες μας με ύφος συγκινητικό και με μια περιγραφή συγκρατημένου φόβου – ο ίδιος ο ‘Aι-Γιώργης πάνω στο περήφανο άλογό του και από την κορυφή του ομώνυμου βουνού, που μπροστά του απλώνεται η θάλασσα, μαρμάρωσε τα πειρατικά πλοία και έδιωξε μακριά την απειλή. Μας έλεγαν με τρόπο πειστικό σκυμμένες με αγάπη πάνω στη συντροφιά, ότι στους βράχους του βουνού του ‘Aι-Γιώργη φαίνονται ακόμη οι οπλές του αλόγου, καθώς με την ορμητική του άνοδο ο ‘Aγιος έσπευδε να προστατεύσει τους κατοίκους.
Οι μαρμαροφριγάφες αιώνες τώρα στέκονται εκεί αγέρωχοι και μας καλούν. Σημάδια στη θάλασσα αξέχαστα ορίζουν σαν μικρό σύνορο τη μικρή και μεγάλη θάλασσά μας.
Μπροστά και πίσω από τις μαρμαροφριγάδες, ο κόσμος λίγο αλλάζει, τόσο που θα λέγαμε ότι οι ακτές της Ελίκας και του Μαραθιά μαζί και του Παναρίτη ενώνονται μαζί τους σε μια γραμμή. Αφού όπως παλιά έτσι και τώρα καθώς κολυμπάμε στις πραγματικές ακτές της θάλασσας που αγαπάμε, στις ακτές που η στολισμένη τους γραμμή μάς γοητεύει πάντα σαν γυναικεία κορδέλα στον άνεμο, νομίζουμε ότι θα απλώσουμε το χέρι και θα αγγίξουμε τις μαρμαροφριγάδες, τις ήρεμες ή τις αφρισμένες.
Η θάλασσα ξεκινάει μετά.
Τα μαρμαρωμένα πλοία στέκουν πάντα, δίπλα μας, μπροστά μας, μέρος της καθημερινής μας ζωής, μικρό θαλασσινό σύνορο της ύπαρξής μας, αρχή και αφετηρία των ονείρων χωρίς όρια.
Καλό καλοκαίρι σε όλες και σε όλους.