X​ρειάζεται μια ρήξη. Όχι όμως με το μέλλον, αλλά με το παρελθόν. Είμαστε μπροστά στο ιστορικό σταυροδρόμι της εθνικής ανασύνταξης. Το αδιέξοδο είναι πίσω μας. Το ίδιο και η βύθιση στην τραγικότητα του μηδενισμού, της συνολικής αποτυχίας και της αβοηθησίας. Το πολιτικό, το οικονομικό, το κοινωνικό, το αξιακό πρέπει να συνοδοιπορούν σ’ αυτή την πορεία εξόδου από την παρακμή. Αυτή είναι η διδαχή της Αριστεράς που θέλει να σηκώσει όρθια όλη την κοινωνία και όχι απλώς να δικαιώσει την αντιπολιτευτική της γραμμή.

Ας επιλέξουμε ως χώρα το μοντέλο ανάπτυξης, τους συμμάχους και τις αναγκαίες κινήσεις και ας πάψουμε να μηρυκάζουμε τα περί θηλιάς, «μοιραίας» λύσης κ.λπ. Δεν μπορώ να πω ότι κινούμαστε στα άκρα. Είναι πάντως βέβαιο ότι δεν ζούμε στην «άκρη της Ευρώπης». Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να είμαστε συνεχώς και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όχι όμως λόγω γκλαμουροαριστερού life style, αλλά λόγω στρατηγικής θέσης και σταθερής εθνικής στρατηγικής, μέσα στο περίπλοκο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι (όπως παλιά) «ποιος κυβερνάει αυτή τη χώρα», αλλά το «ποιος θέλει να μην κυβερνιέται αυτό το κράτος με δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη;». Αυτό το ερώτημα δεν συνδέεται μόνο με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Εχει ευρύτερο εσωτερικό βάθος. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειαζόμαστε «νέους εχθρούς». Ενα νέο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο που θα υπογράψουν και θα τιμήσουν όλοι, πολιτικοί και πολίτες, είναι σήμερα αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε. Ενα συμβόλαιο τιμής, αλήθειας και συνεπούς «γραμμής».

Από το «ιστορικό κεκτημένο» περάσαμε στο «ηθικό πλεονέκτημα», αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουμε τα (εμφανή;) σημάδια της πολιτικής παρακμής της Μεταπολίτευσης που καλείται να διαχειριστεί η Αριστερά χωρίς να είναι υπεύθυνη για τα όσα έγιναν.

Εδώ δεν πρόκειται για έντιμους (με τους έξω) ή για ιστορικούς συμβιβασμούς (με τους μέσα) αλλά για την επαναφορά της κοινωνικής, κοινοβουλευτικής και πολιτικής ζωής στο πλαίσιο του ορθολογισμού, του διαλόγου, της νηφαλιότητας, της σύνεσης, της σύνθεσης.

Ξεμείναμε από μύθους και θαύματα. Χρειαζόμαστε αλήθειες και σχέδιο. Το περιούσιον και το εξαιρετικόν (ή και εξαιρέσιμον) δεν μας κάνουν καλό. Προτιμότερη η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, δηλαδή σ’ εμάς τους ίδιους (και όχι στον υπερβατικό εαυτό μας).

Δεν είμαστε ούτε θύματα της σύγχρονης Ιστορίας ούτε οι βασικοί συντελεστές της πορείας της. Το αν είμαστε «αναλώσιμοι» ή «βιώσιμοι» εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς.

Η κυβέρνηση οφείλει να δείξει τον δρόμο της ηγεμόνευσης όχι μόνο με αυτοαναφορές στην Αριστερά, αλλά και με εμπέδωση ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης της χώρας που θα βασίζεται σε κοινές αξίες, οι οποίες κινητοποιούν όλες τις κοινωνικές δυνάμεις (ακόμα και –ιδίως– τους «εν δυνάμει» αντιπάλους της).

Η ενηλικίωση της κυβερνώσας Αριστεράς θα επιτευχθεί μέσα από το άνοιγμα στους εμπνευσμένους συγγραφείς του μέλλοντος και όχι μέσω της εσωστρέφειας των «μεταφραστών» του παρελθόντος. Η συνωμοσιολογία ότι όλοι είναι «εναντίον της Αριστεράς» δείχνει αδυναμία, αμηχανία και εν τέλει «ναρκισσιστική φοβία» διαχείρισης της πραγματικότητας.

Ηρθε η ώρα για το άλμα πάνω από τη φθορά.

Για το άλμα πάνω από την αυταρέσκεια και την αυτάρκεια. Για το άλμα εις ύψος και όχι εις μήκος. Για το άλμα στο καινό που ζητάει όλη η Ελλάδα και όχι στο κενό, κίνδυνο που δεν βλέπουν μόνον οι εθελοτυφλούντες.

 

ΥΓ. 1: Άλλο να προστατεύουμε τις διακηρύξεις μας κι άλλο να κρυβόμαστε πίσω από αυτές.

ΥΓ. 2: Η χώρα έχει ανάγκη από «σταθερές» (θεσμούς, κανόνες, παραδόσεις) και όχι από ανομικές ασάφειες.

ΥΓ. 3: Η «αρρωστημένη» συμπεριφορά ορισμένων πολιτικών μπορεί να προσβάλει την υγεία της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Προσοχή και σ’ αυτές τις κόκκινες γραμμές.

 

* Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής και αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη.

Κοινοποίηση