Μου θύμισε πριν από λίγες μέρες μια κουβέντα που είχαμε. Το 1985 ο Κώστας Λαλιώτης είχε εντυπωσιαστεί, όπως και εγώ, με τη συνέντευξη του γερμανού πολιτικού Κουρτ Μπίντενκοπφ, ο οποίος υπήρξε ο εγκέφαλος της αναγέννησης των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών έπειτα από πολλά χρόνια αντιπολίτευσης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
1973. Η Γερμανία ετοιμάζεται για μεγάλες αλλαγές. Η κυριαρχία του SPD, η χρυσή εποχή της διακυβέρνησης των Βίλι Μπραντ και Χέλμουτ Σμιτ, φτάνει στο τέλος της. Η περίοδος οικονομικής ανάπτυξης και αποκατάστασης της τιμής της  μεταχιτλερικής Γερμανίας που σφραγίστηκε με την παρουσία των Αντενάουερ και Ερχαρντ στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έχει εξαντληθεί. Ενας βαυαρός πολιτικός, ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, πρόεδρος της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης, διεκδικεί  να επικρατήσει στην Ομοσπονδία και να επιβληθεί του αδελφού κόμματος στην εκλογική μάχη.
Ο Στράους υπήρξε αντιφατικό άτομο. Από τη μια, εκπροσωπούσε τη συντηρητική Δεξιά του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη, με μια οικονομική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων στο κρατίδιο, πέτυχε να εγκατασταθούν στο Μόναχο οι σημαντικότερες εταιρείες, με αποτέλεσμα πρωτιά στην ανάπτυξη και στην απασχόληση. Επιπλέον οι καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση και οι αυταρχικές παρεμβάσεις στον Τύπο – υπόθεση «Spiegel» – τον καθιστούν εύκολο πόλο λαϊκισμού.
Απέναντί του βρίσκεται ένας νέος, φιλόδοξος, άχρωμος και κεντρώος πολιτικός, ο Χέλμουτ Κολ, ο οποίος αποφασίζει να διεκδικήσει την καγκελαρία.
Μια ομάδα νέων πολιτικών έχει εμφανιστεί στο στερέωμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU). Γκάισλερ, Σόιμπλε, Λάμερτς, μερικά από τα ονόματα. Προσπαθούν να απογαλακτίσουν το κόμμα τους από τον ακραίο συντηρητισμό που επικρατούσε στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, που συμπίπτει με τον Ψυχρό Πόλεμο και την ανάγκη της αφοπλισμένης και διαιρεμένης Γερμανίας για ασφάλεια και προστασία. Ετσι κι αλλιώς ο Μπραντ είχε κάνει το μεγάλο βήμα με τη λεγόμενη Ρεαλπολιτίκ, την πραγματιστική πολιτική, με ανοίγματα προς τον ανατολικό του γεωπολιτικό χώρο. Και ο Σμιτ είχε μπολιάσει τον ευρωπαϊσμό και τη δυναμική ανάπτυξη με άλλους πιο σύγχρονους και αποτελεσματικούς όρους.
Το 1973 λοιπόν ο γενικός γραμματέας του CDU Κουρτ Μπίντενκοπφ κλείνει το συνέδριο του κόμματος με μια ιστορική ομιλία. Ο Μπίντενκοπφ, καθηγητής Πανεπιστημίου, είχε τη φήμη της «μηχανής σκέψης» για το κόμμα του. Και όχι μόνο. Ο ίδιος δεν είχε στόφα ηγέτη. Και βρέθηκε στη δεύτερη σειρά των κυβερνητικών αξιωμάτων. Ως πρόσφατα υπήρξε εκλεγμένος πρωθυπουργός κρατιδίου της τέως Ανατολικής Γερμανίας. Η σκέψη του όμως κυριάρχησε και κυριαρχεί ακόμη.
Στην περίφημη λοιπόν ομιλία του είπε μεταξύ άλλων και μια φράση που έγινε ακαδημαϊκό και πολιτικό εργαλείο. Στα πανεπιστήμια και στα κομματικά γραφεία. Και έδωσε τροφή για την ομάδα των εκσυγχρονιστών της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης στην πορεία για την επικράτηση των ιδεών της κατ’ αρχάς στο κόμμα και μετά στην κατάκτηση και στη διατήρηση της εξουσίας για 12 χρόνια από τον Κολ. Ο οποίος δεν ανήκε στην ομάδα αλλά ενστερνίστηκε και μετέφρασε τον λόγο τους. Ας δούμε για λίγο τη ροή της σκέψης του Μπίντενκοπφ στο τέλος της ομιλίας του.
«Η γλώσσα δεν είναι μόνο το μέσον της επικοινωνίας. Η γλώσσα είναι ένα σημαντικό μέσον στρατηγικής. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας είναι μια επανάσταση νέου είδους. Είναι η επανάσταση της κοινωνίας μέσω της γλώσσας. Η βίαιη κατάκτηση των κυβερνητικών κτιρίων δεν είναι πλέον προϋπόθεση για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της κρατικής τάξης. Οι επαναστάσεις σήμερα πραγματοποιούνται με άλλους τρόπους. Αντί για κυβερνητικά κτίρια, καταλαμβάνονται οι έννοιες με τις οποίες κυβερνώνται. Η μοντέρνα επανάσταση κατακτά τις έννοιες και όχι τα μέσα παραγωγής. Πρέπει να ανακτήσουμε το κουράγιο να μιλήσουμε και στην πολιτική Γερμανικά. (χειροκροτήματα) Η διασφάλιση της “κοινωνικής οικονομίας της αγοράς” πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Η ευημερία είναι σημαντική προϋπόθεση της ελευθερίας. Αλλά η ελευθερία πρέπει να είναι δυνατή ακόμη και αν η ευημερία απειλείται. (χειροκροτήματα). Τότε μόνο έχει η ελεύθερη τάξη έννοια. Η ελευθερία μας δεν γεννήθηκε από την ευημερία. Εχει τις ρίζες της στη γνώση, στον πόνο και στην εμπειρία της μη ύπαρξης ελευθερίας. Αντλεί τη δύναμή της από την κοινή πίστη στον άνθρωπο». (θερμά χειροκροτήματα).
Η φράση «κατάκτηση των εννοιών» έγινε αντικείμενο ατελείωτων αναλύσεων, συζητήσεων και διαφωνιών. Συνόδευσε όμως τους Χριστιανοδημοκράτες στη νίκη τους και στη συστηματική προσέγγιση των νέων για διάλογο και μετά για συμμετοχή και στην επαναδιατύπωση όρων που η συντηρητική πτέρυγα δεν ήθελε να ακούει όπως η κοινωνική οικονομία της αγοράς, η συνδιαχείριση (Mitbestimmung) κ.ά.
Είναι κατόπιν αυτών προφανής η μετάφραση στα ελληνικά στην προσπάθεια για αλλαγή και έξοδο από την κρίση από τα κόμματα. Η κυβέρνηση έκανε ευρεία χρήση της «κατάκτησης των εννοιών» στην πορεία της προς την εξουσία. Και τα κατάφερε μια χαρά. Οσο και αν φωνάζουν κάποιοι λαϊκισμός, η πραγματικότητα είναι ότι  φράσεις και λέξεις όπως γερμανοτσολιάδες, διαπλοκή, εθνική κυριαρχία, μνημονιακή πολιτική και τόσα άλλα νίκησαν.  
Για να επιστρέψουν στην εξουσία τα δημοκρατικά ευρωπαϊκά κόμματα και να μην αποτελέσουν ακόμη μία παρένθεση δεν αρκεί να περιμένουν την υπαρκτή κατάρρευση διοικητικά, ιδεολογικά και δημοσκοπικά των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις σκέψεις του Μπίντενκοπφ και να δουλέψουν. Κατ’ αρχάς να επισημάνουν τους αναγκαίους και ζωτικής σημασίας μετασχηματισμούς σε κόμμα, κράτος, οικονομία, Παιδεία, ασφάλεια κ.τ.λ. Και να κατακτήσουν τις έννοιες ώστε να γίνουν εύκολα αντιληπτές από την κοινωνία και κυρίως να δώσουν ένα αίσθημα αισιοδοξίας που τόσο έχει πληγεί αλλά είναι απαραίτητο για ένα νέο ξεκίνημα μιας κοινωνίας σε παρακμή, έτοιμης να απεμπολήσει μέσα στην απελπισία της ακόμη και την ελευθερία. Που αποκτήσαμε όχι μέσα από την ευμάρεια αλλά από τη μη ύπαρξη ελευθερίας που βιώσαμε εμείς οι παλιοί σε πολλά επίπεδα αυταρχισμού, λαϊκισμού και εθνικής ήττας. Η δουλειά των δημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων είναι σαφώς πιο δύσκολη. Οι έννοιες του λαϊκισμού έχουν ευκολότερη απήχηση στα αφτιά μας. Η επικράτησή τους όμως έχει πάντα αποτελέσματα καταστροφικά όταν εφαρμόζονται.
Η σημειολογία και ο συμβολισμός των λέξεων και η κατάκτηση των εννοιών έχουν την αξία τους και σήμερα. Αρκεί πίσω από αυτές να υπάρχει συστηματική δουλειά και όραμα.
Κοινοποίηση