Η φάση μετάβασης που διανύουμε και που οι οδυνηρές πλευρές της θα βιώνονται όλο και περισσότερο, επικυρώνει το τέλος μιας πολιτικής αντίληψης που πρόταξε το κράτος ως εργαλείο επιρροής και εξουσίας.
Το κράτος αυτό είναι φυσικά μεγάλο, είναι το κράτος-μεγάλος εργοδότης, είναι το κράτος-εν δυνάμει ιδιοκτήτης των πάντων, των αγαθών, της κοινωνίας και των ανθρώπων. Είναι το δουλοκτητικό κράτος.
Η συζήτηση γύρω από τη δημόσια περιουσία έχει στον πυρήνα της αυτή τη διάσταση.
Δεξιά και Αριστερά σε αυτόν τον τόπο συναντήθηκαν σε ένα θέμα: στη λατρεία του κράτους.
Έτσι, παρατηρούμε σήμερα, που οι πόροι δεν υπάρχουν πια για να τροφοδοτηθεί αυτή η αντίληψη εξουσίας, να ανακαλύπτεται η δημόσια περιουσία ως εν δυνάμει πηγή πλούτου και ανάπτυξης. Μέχρι τώρα αυτή η δημόσια περιουσία, υπαρκτή αλλά παραμελημένη, υπαρκτή αλλά συνειδητά αναξιοποίητη, δεν είναι παρά ένα κενοτάφιο. Δεν έχει καμιά απολύτως αξία για το λαό, αφού δεν αποδίδει εισόδημα, δεν μετατρέπεται σε πηγή πλούτου και δεν συντελεί στην οικονομική δραστηριότητα και στην ανάπτυξη.
Είναι απολύτως αναγκαία και επείγουσα σήμερα η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Με ταχύτητα, σχέδιο και στρατηγική, η κυβέρνηση, που πριν από λίγες μέρες, στις 17 Ιουνίου πήρε την εντολή για να βρει λύσεις, αντιτασσόμενη στις ασκήσεις πολιτικού ακτιβισμού της αντιπολίτευσης, να προχωρήσει με αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Οι κλαυθμοί και οιμωγές, ανάμικτοι με κορώνες περί περηφάνιας και πατριωτισμού, δεν αποτελούν παρά υποκρισία απέναντι σ’ αυτούς που δεν βλέπουν φως στον ορίζοντα της απασχόλησης και της εργασίας.
Αποφάσεις, λοιπόν, και αφήστε τους εκφραστές του παρελθόντος να ανάβουν λαμπάδες σε κενοτάφια.