Η παρέλαση στη δεκαετία του ’60 έμοιαζε με γιορτή χωρίς να είναι, με τιμή χωρίς να είναι. Λίγοι στις μικρές μας μαθητικές παρέες, τις σκόρπιες και τις αμέριμνες, λίγο πριν την παρέλαση, ψιθυρίζαμε φοβισμένα την επιφανειακότητα της παράστασης, το ανούσιο κάθε παρόμοιας συνύπαρξης.

Η ώρα είχε φτάσει. Στοιχηθήκαμε. Η τελευταία ματιά του καθηγητή, ο τελευταίος έλεγχος.

Η παρέλαση έπρεπε να έχει μια τελειότητα. Μια κάποια τελειότητα.

Έτσι, ο μαθητής με απορία και έκπληξη, φόβο και θλίψη στο βάθος, άκουσε τον καθηγητή να του λέει:

– Δεν μπορείς να παρελάσεις χωρίς σακάκι.

Δεν παραμένει ζωντανή στη μνήμη αν ο μαθητής διατύπωσε την απορία, αν έθεσε ένα γιατί, αν σιώπησε, αν διαμαρτυρήθηκε. 

Αποχώρησε βουβά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τους στοιχισμένους συμμαθητές του.

Καθώς χωροταξικά απομακρύνθηκε από το εορταστικό περιβάλλον, βίωνε δραματικά την εορτή της αυτοσυνειδησίας του.

Η παρέλαση στην κεντρική πλατεία της πόλης εξελίχθηκε κανονικά, με τις κόκκινες στολές της Φιλαρμονικής του Δήμου να προσθέτουν λίγο ακόμη χρώμα στην άνοιξη που ήδη σκιρτούσε.

Στη συντηρητική πόλη του Νότου, το περιβάλλον, οι στάσεις, οι συμπεριφορές σφράγιζαν περισσότερο την ατμόσφαιρα από τις πορτοκαλιές που την αγκάλιαζαν και την κοσμούσαν.

 

Τα παραπάνω ξεφεύγουν από το γεγονός και περιγράφουν μια κατάσταση. 

Μια κατάσταση που συμπυκνώνει μια εποχή, τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις και τις αξίες της.

 

Κοινοποίηση