Το πλέγμα των σχέσεων της πολιτικής με τη δικαιοσύνη είναι πολυσχιδές θεσμικά και ως επικοινωνία μεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων. Οι σχέσεις ήταν ανέκαθεν στενές και κάποτε χαρακτηρίζονταν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Επακόλουθο ήταν ότι συχνά οι δικαστικοί λειτουργοί έτειναν ευήκοον ους στις προφανείς επιθυμίες της πολιτικής εξουσίας προσδοκώντας τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης εν όψει προαγωγής στους ανώτατους βαθμούς, η οποία δεν θα δινόταν απροϋπόθετα. Τελευταία το σύστημα διαφοροποιήθηκε με την έκφραση γνώμης της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής αρκεί να λειτουργήσει ακώλυτα. Διαπιστώνεται λοιπόν μια ώσμωση μεταξύ των δύο κοινωνικών συστημάτων (που συχνά περνάει και στις κατώτερες βαθμίδες των δικαστικών λειτουργών).

Πρόσφατα είμαστε μάρτυρες της κήρυξης θεσμικού πολέμου από τη δικαστική λειτουργία: οι δικαστικοί, προβάλλοντας το ισόκυρο της λειτουργίας που ασκούν, αμφισβητούν την αναγκαιότητα των μισθολογικών τους περικοπών (αποσιωπώντας την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας) κατ’ εφαρμογή των προβλέψεων του νέου εφαρμοστικού νόμου περί Μνημονίου. Ετσι οδηγηθήκαμε σε τετράμηνης διάρκειας δικαστική αποχή/απεργία που πρόσφατα ανεστάλη (αν και πολλά δικαστήρια την είχαν διακόψει). Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με τις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων και ο αρμόδιος υπουργός εξέφρασε τη θλίψη του για την (αντισυνταγματική κατ’ εμέ) αποχή αν και αρχικά είχε ταχθεί υπέρ των δικαστικών διεκδικήσεων.

Οι δικαστικοί υποστήριξαν ότι με τις ενέργειες της κυβέρνησης προκαλείται «υποβάθμιση του θεσμού της δικαιοσύνης και περιορισμός της ανεξαρτησίας των δικαστών». Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για μία ακόμα θεωρία συνωμοσίας. Εντούτοις ύστερα από τριάντα χρόνια εισαγγελέας πιστεύω ότι ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος, εκτός και αν επιθυμεί να «εκχωρήσει» την ανεξαρτησία του, οπότε θα βρει τρόπο να την προσφέρει (όπως καταδείχθηκε προ ετών με το «παραδικαστικό κύκλωμα» που οι εμπλακέντες δικαστικοί λειτουργοί προσφέρθηκαν μόνοι τους). Όσο και αν προσπαθήσει η κυβέρνηση να περιορίσει την ανεξαρτησία μας δεν θα επιτύχει τίποτε, αν εμείς δεν διατιθέμεθα.

Εκτός από τον φόβο για την απειλή της ανεξαρτησίας μας υπάρχει και ο φόβος της κριτικής προς εμάς (την αυτοκριτική την ελέγχουμε μόνοι μας). Πρόσφατα εισαγγελέας Πρωτοδικών επαρχιακού δικαστηρίου στράφηκε κατά της κυβέρνησης και της Βουλής με ιταμούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και τον επιδοκίμασε ομοιόβαθμη συνάδελφος.

Για το θέμα η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση χωρίς να πάρει θέση και παρέθεσε τη διάταξη του Κώδικα περί καταστάσεως δικαστικών λειτουργών (κατοχυρώνεται το δικαίωμα έκφρασης γνώμης των δικαστικών λειτουργών, εκτός και αν αυτή γίνεται με σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή παίρνει θέση υπέρ ορισμένου κόμματος). Πρόσφατα ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη εξέφρασε τη γνώμη του (που το νόημά της ήταν «και οι κρίνοντες κρίνονται») για τη μη προσωρινή κράτηση προσώπων φερόμενων ως εμπλεκόμενων σε τρομοκρατικές ενέργειες. Αμέσως οι δικαστικές ενώσεις με ανακοινώσεις τους στράφηκαν εναντίον του για το θέμα και ζήτησαν να ανακαλέσει. Η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος μάλιστα πρόσθεσε ότι καλό είναι να αποφεύγονται κρίσεις για δικαστικές αποφάσεις διότι «?δηλώσεις και παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης προκαλούν κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών…».

Δεν έδειξε όμως την ίδια σπουδή με τις κρίσεις του συνάδελφου περί «κυβέρνησης δωσιλόγων και Βουλής τσίρκου». Πιστεύω ότι πρόκειται για δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν επιθυμούμε λοιπόν να εκφέρει κάποιος γνώμη για τις αποφάσεις μας πριν γίνουν αμετάκλητες. Γιατί όμως τόσος φόβος;

Τελειώνοντας θα προσθέσω μόνο ότι είναι καιρός να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη και μάλιστα χωρίς οξύτητες διότι, με όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά και στα οποία συμμετέχουμε όλοι μας σε κάποιον βαθμό, προσφέρουμε, ίσως, κακές υπηρεσίες στην Ελληνική Δημοκρατία.

Ύστερα από τριάντα χρόνια εισαγγελέας, πιστεύω ότι ο δικαστικός λειτουργός είναι ανεξάρτητος, εκτός κι αν επιθυμεί να «εκχωρήσει» την ανεξαρτησία του.

Ο Γιώργος Κτιστάκης είναι αντεισαγγελέας Εφετών, Δ.Ν.

Κοινοποίηση