Σε αυτό τον τόπο, ευλογημένο από θεούς παλαιούς και θεούς νέους, ζουν άνθρωποι που ζουν ακόμη αρμονικά με τη φύση, δεν τη βιάζουν, δεν την εξαντλούν, τη σέβονται και δρέπουν τους καρπούς της. Που γνωρίζουν την ιστορία του τόπου και τις παραδόσεις του, αλλά και το παρόν δυναμικό του, τα ανοίγματά του στο μέλλον. Η Αρκαδία είναι το αρχέτυπο βάσει του οποίου οικοδομήθηκε η αρκαδική εικόνα της Τοσκάνης, το ευγενές μείγμα βουκολικής ουτοπίας και ανθρώπινης επέμβασης – ο Γιάννης το επαναλαμβάνει καθώς αποθαυμάζουμε το οικοσύστημα του οροπεδίου της Τεγέας.
Είναι η φύση ασφαλώς. Αλλά και οι άνθρωποι που την αφουγκράζονται και την καλλιεργούν, που ακούνε τις πολιτισμικές συνηχήσεις και τις παραγωγικές δυνατότητες. Άνθρωποι της γνώσης και της επιχειρηματικότητας, της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης μοναδικών προϊόντων, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, της παροχής υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Ο Γιάννης, η Αμαλία, ο Χρήστος, άνθρωποι της γενιάς μου, με παρόμοια βιώματα και αγωνίες, ευφυείς, ευαίσθητοι, ριψοκίνδυνοι, ακάματοι, νοικοκύρηδες. Ανοιχτοί στο καινούργιο. Άφοβοι. Στα λόγια του Γιάννη και της Αμαλίας, αλλά κυρίως στα έργα τους, αναγνωρίζω τις κρυμμένες, τις λανθάνουσες δυνάμεις του σήμερα λαβωμένου ελληνισμού. Δυνάμεις παραγωγών και εμπόρων, δημιουργών, λογίων, καλλιτεχνών, πατριωτών, ταξιδευτών. Οινοποιούς που σκέφτονται ολιστικά και οικουμενικά, μαθηματικούς που έγιναν μάνατζερ, δασκάλους που είναι και ξενοδόχοι, ελαιοπαραγωγούς ντιζάινερ, μηχανικούς, κινηματογραφιστές, γιατρούς και γραφιάδες, καλογέρους που καλλιεργούν αμπέλια.
Είναι η φύση ασφαλώς. Ο θηλυκός Πάρνωνας, οι λόφοι των νυμφών και των κλεφταρματολών – μα ιδού, η φύση είναι και ιστορία, είναι συνέχεια, είναι οι άνθρωποι λοιπόν, που έφυγαν από τον χαμηλό ορίζοντα του παλιού χωριού και τώρα επιστρέφουν, υπό άλλους όρους, να ανοίξουν τον ορίζοντα, να βλαστήσουν στο μέλλον.
Η γη. Το καλό κρασί το φτιάχνει η τεχνολογία, το μεγάλο κρασί το φτιάχνει το αμπέλι, μας λέει ο Γιάννης ανάμεσα σε προγραμματιζόμενες μηχανές μέσα σε κλιματιζόμενα κτίρια. Τον πιστεύω ακαριαία, γιατί θυμάμαι πώς εξηγούσε νωρίτερα το ταίριασμα κάθε ράτσας σταφυλιού με το έδαφος και τον προσανατολισμό του αμπελότοπου, τα αργιλώδη, τις μαρμαριές, τα σχιστολιθικά. Και με ποια λάμψη στα μάτια έβλεπε ήδη μπροστά του ολοζώντανη μια Ελλάδα να παράγει προϊόντα κορυφαίας ποιότητας, με ονομασία προέλευσης, με τόπο καταγωγής, με σφραγίδα ανθρώπων. Είδα κι εγώ μαζί του αυτή την Ελλάδα που ξυπνάει από τον λήθαργο και το σοκ, από τον φόβο και τον πόνο, από τη φαγωμάρα, και αποτινάσσει το κηφηναριό και τα παράσιτα. Υψώσαμε τα ποτήρια: εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Οι άνθρωποι πάντα.