Η επίκληση της «καθαγιασμένης» παράδοσης, που προβάλλεται ως κύριο επιχείρημα, έχει μέσα της την ανθρώπινη σχετικότητα. Δεν συνδέεται με το ευαγγελικό μήνυμα και, όπως κάθε παράδοση, αποτελεί κοινωνική πρακτική, που κάθε άνθρωπος εν ελευθερία οφείλει ή – πάντως – μπορεί και δικαιούται να θέτει σε αμφισβήτηση.

Ως προς την επίκληση του ότι το ανθρώπινο σώμα είναι «ο ναός του πνεύματος», όπως έχω αντιληφθεί τη χριστιανική διδασκαλία και έχω βιώσει τη σχέση με τους πραγματικούς ανθρώπους, η αλήθεια αυτή ισχύει για τους ζώντες.

Ευρίσκεται συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η διατυπωμένη άποψη της Ιεράς Συνόδου πέραν των ορίων της ευαγγελικής ελευθερίας, η οποία αναγνωρίζει στο βάθος της το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης στον κάθε ένα, μοναδικό και ιδιαίτερο, από εμάς. Όλα τα άλλα επιδιώκουν ένα διοικητικό αποτέλεσμα. Αποφάσεις αυτού του είδους επιβεβαιώνουν ότι το εκκλησιαστικό κατεστημένο, εν αποστάσει από την ελευθερία του Ευαγγελίου, επιβεβαιώνει ότι αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεταβολή των αντιλήψεων και την υποχώρηση των κοινωνικών πλαισίων που επιτρέπουν τη διατύπωση αυτών των αντιλήψεων.

Για αυτό λοιπόν, όποιος τάσσεται με την πλευρά του αυθεντικού μηνύματος του Ευαγγελίου δεν μπορεί παρά να πει ένα όχι στην απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Με βαθιά λύπη μου σημειώνω την παραχώρησή της στους επιλέγοντες την καύση του σώματός τους. Μπορεί να ψαλεί ένα, έστω, τρισάγιο!

Κοινοποίηση