Σήμερα, εν μέσω κρίσης, ο στόχος της πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης και ενότητας, της συγκρότησης μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής πολιτικής κοινότητας οφείλει να είναι το κατ’ εξοχήν στοιχείο της κεντροαριστερής ταυτότητας. Το άγχος μιας εδώ και τώρα διάκρισης από τη «Δεξιά» επαναφέρει τον διαιρετικό λόγο και αυτομάτως κατατάσσει τις όποιες πρωτοβουλίες ανασύνθεσης του χώρου αμετάκλητα στο παρελθόν.
Οι πρόσφατες περιπτώσεις του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και του SPD, παρά τις όποιες θεμιτές απορίες γεννούν, δείχνουν μια άλλη κοινωνικο-πολιτική συνθήκη να αναδύεται ακόμη και ως προς την ίδια την αναθεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας. Εχει κανείς την εντύπωση ότι το εν λόγω «αριστερό» επιχείρημα, αναζητώντας και προτείνοντας μια φαντασιακή «εναλλακτική πολιτική» από αυτήν που υλοποιείται από την κυβέρνηση ΝΔ – ΠαΣοΚ, απωθεί μια σκληρή πραγματικότητα: τη δραστική στροφή του Ολάντ σε αυστηρές πολιτικές λιτότητας αλλά και κυρίως την οργανική συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση της Α. Μέρκελ. Με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή που αυτό το επιχείρημα αναζητεί την «αντιδεξιά» αναθεμελίωση της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα (απαιτώντας την αποχώρηση του ΠαΣοΚ από την κυβέρνηση), παραγνωρίζει ότι η σοσιαλδημοκρατία είτε υιοθετεί «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές (Γαλλία) είτε τις εκπονεί από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης (Γερμανία), χωρίς να δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις αυτών των κορυφαίων επιλογών της στην αναγνωρισιμότητα της ταυτότητάς της.
Αποσκοπώντας να μην περιπέσουν σε μια μνημονιακή συνθήκη ή και να ενισχύσουν την εθνική τους οικονομία, αυτές οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις επέλεξαν τελικά να αναμετρηθούν και να αντιστοιχισθούν με το εδραίο στοιχείο της ταυτότητάς τους. Το οποίο δεν είναι, όπως συνήθως θεωρείται, η αριστερή φυσιογνωμία τους, δηλαδή οι πολιτικές της «ισότητας», αλλά η προϋπόθεσή της: η διαφύλαξη μιας εθνικής και δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας εντός της οποίας μπορεί και πρέπει να ασκούνται οι εν λόγω πολιτικές ισότητας. Τέτοιες πολιτικές προϋποθέτουν την ύπαρξη δημοκρατικού και αποτελεσματικού, «ουδέτερου» κράτους, την ευθύνη του ατόμου και της κοινωνίας των πολιτών. Οι στόχοι αυτοί είναι πολιτικά ουδέτεροι, μπορούν να συμπίπτουν σε αυτούς Αριστερά και Δεξιά. Γίνονται αριστεροί ή δεξιοί, αποκτώντας τον χρωματισμό του τόπου υποδοχής, όταν οι φορείς τους μπορούν να τους εντάξουν στη δική τους περί συλλογικού συμφέροντος αντίληψη που δεν θα αρνείται την πραγματικότητα. Γι’ αυτό η σοσιαλδημοκρατία έχει ιστορικά αλλά και ιδεολογικά καταγραφεί ως η κατ’ εξοχήν δύναμη του «ταξικού συμβιβασμού». Ενεργητικός συμβιβασμός που αναγνωρίζει τις κοινωνικές αντιθέσεις αλλά τις συνθέτει: ο συμβιβασμός είναι το απαράβατο πλαίσιο. Η σοσιαλδημοκρατία δεν κάνει συνδικαλισμό, δεν σκιαμαχεί με αντιδεξιά φαντάσματα, δεν υποκαθιστά την ιστορία από τη μνήμη. Είναι πολύ πεζή για να είναι ηρωική, είναι πολύ γήινη για να είναι ρομαντική και υπερβατική.
Οι μεγάλες τομές, οι καθολικές υπερβάσεις, τα «μεγάλα ναι» και τα «μεγάλα όχι», η αγωνιώδης και μυθολογική αναζήτηση του «νέου και του άφθαρτου», οι δημοψηφισματικές λογικές συναντώνται στο ριζοσπαστικό φαντασιακό που ειδικά σήμερα στην Ελλάδα ενσαρκώνονται προνομιακά σε μια ανεύθυνη μικροαστική προσδοκία η οποία αναζητεί «λυτρωτική» διέξοδο από ένα αδιέξοδο στο οποίο και η ίδια συνέβαλε να δημιουργηθεί. Με την έννοια αυτή η Κεντροαριστερά, επί ποινή αυτοακύρωσής της, δεν μπορεί παρά να εγγράψει στον ιδρυτικό της πυρήνα, μαζί με το αίτημα της ανανέωσης, τον ενωτικό και «κεντρώο» προσανατολισμό της, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της ανασύνθεσής της όσο και ως προς τις πολιτικές στοχεύσεις της, χωρίς «αριστερούς» εγωισμούς. Και χωρίς προσωπικούς διαγκωνισμούς.