Η παραμονή ήταν βροχερή. Το χωριό μαζεύτηκε νωρίς. Μια κρυφή ατμόσφαιρα γιορτής είχε απλωθεί. Έπεσαν νωρίς για ύπνο όλοι στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Κι εγώ ξάπλωσα στον καναπέ που αγαπούσα, κοντά στο μικρό ντουλάπι με τ’ αρμίδια.
Την αυγή της Πρωτοχρονιάς άκουσα τη γιαγιά μου μέσα στο γλυκό πρωινό ύπνο.
– Ξύπνα Λευτέρη. Χτύπησε η καμπάνα.
Ξύπνησα εύκολα. Σηκώθηκα γρήγορα. Στην άκρη του κρεβατιού η γιαγιά μου είχε ήδη φέρει τα γιορτινά ρούχα. Παντελόνι, πουκάμισο, πουλόβερ. Ντύθηκα αμέσως. Νόμιζα πως είχε πια για καλά ξημερώσει. Η γιαγιά δεν βιαζόταν. Ήρθε δίπλα μου. Με κοίταξε με μια μοναδική γλυκειά ματιά, μου χτένισε τα μαλλιά, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο που το ‘νιωσα σαν δώρο. Ένοιωσα πολύ όμορφος εκείνη τη στιγμή. Η γιαγιά με πήρε από το χέρι.
– Έλα Λευτέρη. Την ακολούθησα στη σκοτεινή σάλα προς το δυτικό παράθυρο του νοτιά. ‘Ανοιξε τα ξύλινα παντζούρια και μπήκε ο δροσερός χειμωνιάτικος αέρας, μακριά από τη θάλασσα, που άσπριζε εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πρωί.
– Βλέπεις Λευτέρη τις αφρισμένες μαρμαροφριγάδες (βράχοι – πλοία που μαρμάρωσε ο Αϊ-Γιώργης μας έλεγαν μικροί) και πριν βγάλω λέξη συνέχισε: “Πες Λευτέρη να δέρνουν τα γράμματα στο μυαλό μου, όπως τα κύματα τους βράχους”. Χωρίς να σκεφθώ, χωρίς ν’ αλλάξω ματιά, είπα κι εγώ:
“Να δέρνουν τα γράμματα το μυαλό μου, όπως τα κύματα τους βράχους”.
Η γιαγιά έκλεισε τα ξύλινα παντζούρια. Με πήρε πάλι από το χέρι. Βγήκαμε έξω. Με οδήγησε στην αυλή του σπιτιού, μπροστά στο στάβλο, δίπλα στο κοτέτσι. Με τον ίδιο τρυφερό τρόπο την άκουσα να μου λέει:
“Πες Λευτέρη να ξυπνάω κάθε πρωί, όπως οι κότες”.
Χωρίς καν την επιφύλαξη της απορίας είπα με την σειρά μου: “Να ξυπνάω κάθε πρωί, όπως οι κότες”.
Πάμε τώρα μέσα συνέχισε η γιαγιά, με το χέρι της πάντοτε να κρατά γερά το δικό μου. Μπήκαμε στο σπίτι και με οδήγησε στο τραπέζι της κουζίνας. Κάθισε στο τραπέζι Λευτέρη, μου είπε. Κάθισα στη μεγάλη πλευρά του τραπεζιού και εκείνη κάθισε στην κεφαλή του. Με τον ίδιο γλυκό τρόπο μου λέει: “Πες Λευτέρη, να σηκώνομαι κάθε μέρα νηστικός από το τραπέζι”. “Να σηκώνομαι νηστικός από το τραπέζι”, επανέλαβα, κοιτάζοντας, το φωτεινό πρόσωπο της γιαγιάς μου.
Σηκωθήκαμε. Με αγκάλιασε. Με φίλησε. “Καλή Χρονιά Λευτέρη. Ξημέρωσε για καλά. Πρέπει να βιαστούμε. Η ώρα περνάει για την Εκκλησία”.
Το βράδυ στο καθιερωμένο τριανταένα, είχα εύκολη την εξήγηση για τις εντεκάμισυ δραχμές που κέρδισα: Ήταν οι ευχές της γιαγιάς της Φωτεινής.