Αυτός ο συντηρητισμός, έντονα εσωστρεφής, εξέφρασε την κουλτούρα της μικράς πλην εντίμου Ελλάδος όπως θα έλεγε κάποτε ο Γ. Βλάχος, στην εφημερίδα Καθημερινή. Είχε αναγορεύσει σε θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης στάσεις και συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, το καθήκον, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια, η ταπεινοφροσύνη, η αφοσίωση στις παραδόσεις.
Χρειάστηκε να αναδειχθεί μια φιλελεύθερη πολιτική ατζέντα στη δεκαετία του ’60, κυρίως μέσα από το αίτημα του εκδημοκρατισμού και τις διεκδικήσεις της πολιτικής και κοινωνικής φιλελευθεροποίησης για να ξαναανθίσει ένας φιλελεύθερος πλούτος ιδεών που έδινε ιδιαίτερη σημασία στα πολιτικά δικαιώματα, τον πλουραλισμό και τις ίσες ευκαιρίες μέσω της διεύρυνσης του δικαιώματος πρόσβασης των νέων στην εκπαίδευση. Η δικτατορία αποτέλεσε, αναμφίβολα, ένα ακόμη πισωγύρισμα, αλλά η πτώση της μια ευκαιρία.
Η μεταπολιτευτική Δεξιά του Κ. Καραμανλή επιχείρησε για πρώτη φορά συγκροτημένα και συστηματικά να εντάξει τον κεντροδεξιό χώρο μέσα σε ευρύτερους ιδεολογικούς ορίζοντες. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και, κυρίως, η εμφατική επιμονή στο «ανήκομεν στη Δύση», είχαν ευρύτερες συνέπειες για τον ιδεολογικό καθορισμό της Κεντροδεξιάς. Ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό όνειρο που προωθούσε ο Καραμανλής, υποδήλωνε την ανάγκη ένταξης της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας μέσα στις δυτικές αξίες και συμπεριφορές του πλουραλισμού, του ορθολογισμού και του κράτους δικαίου. Ο ευρωπαϊσμός του Καραμανλή, αν και χονδροκομμένος και ακατέργαστος, αποκάλυπτε μια δυναμική διεθνοποίησης και κοσμοπολιτισμού για την ελληνική Δεξιά, και αποτελούσε αναμφισβήτητα μια ευκαιρία, καθώς της επέτρεπε να επανεξετάσει τον κόσμο, όχι μόνο με το παραδοσιακό, συντηρητικό, εθνοκεντρικό της πρίσμα, αλλά μέσα από άλλες, ευρύτερες, κοσμοπολίτικες όψεις.
Η ευκαιρία έμοιαζε πως μπορούσε να κερδηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ήταν τότε που η ελληνική Κεντροδεξιά, ως φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία, επιχείρησε να ανατρέψει τους ιδεολογικούς συσχετισμούς της μεταπολίτευσης. Οι φιλελεύθερες ιδέες εκείνης της περιόδου έφεραν στο προσκήνιο της συζήτησης την αντιπαράθεση ανάμεσα στο μεγάλο κράτος από τη μια και τη μεγάλη κοινωνία από την άλλη, δείχνοντας πως μια ευημερούσα κοινωνία υπάρχει μόνο εφόσον οι πολίτες μπορούν να βρουν ελεύθερες συνθήκες ανάπτυξης της ατομικότητας. Οι έννοιες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της επιχειρηματικότητας ήρθαν στο προσκήνιο ενώ η ιδέα πως το κράτος και ευημερία είναι δύο ταυτόσημες έννοιες, τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα, ήταν τότε που η ελληνική Δεξιά ευθυγραμμίστηκε με διεθνείς αναζητήσεις και ρεύματα και επιχείρησε να ανανεώσει το πεπαλαιωμένο οπλοστάσιο του αμυντικού, φοβικού αντικομουνισμού που παρέπεμπε στην ξεπερασμένη εθνικοφροσύνη της δεκαετίας του ’50 και του ’60, με φρέσκιες ιδέες.
Δυστυχώς, επρόκειτο για το σύντομο καλοκαίρι του ελληνικού φιλελευθερισμού. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, για πολλούς λόγους. Επιπλέον, η έξαρση του αμυντικού εθνικισμού, όπως καταγράφηκε στην περίπτωση του Μακεδονικού και τα νέα μέτωπα που άνοιξε η πληθωρική παρουσία του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, σηματοδότησαν μια νέα περίοδο συντηρητικής αναδίπλωσης.
Έκτοτε, ο κεντροδεξιός χώρος ξέκοψε από τον κόσμο των ιδεών και έδειξε να μην ενδιαφέρεται να ηγηθεί ιδεολογικά της νέας εποχής που γεννήθηκε από την κατάρρευση του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Η Κεντροδεξιά οικοδόμησε εκλογικές θεωρίες «μεσαίου χώρου» μόνο και μόνο για να καρπώνεται την πολιτική της μη-σύγκρουσης, ο στόχος της πια ήταν να αλλάξουν όλα, για να μην αλλάξει τίποτε.
Την ώρα που διεθνώς τα πάντα άλλαζαν, στην Ελλάδα η λαϊκή, σχεδόν προνεωτερικής κουλτούρας, Δεξιά του μεγάλου κράτους, του πατερναλισμού και των «τοπικών καπεταναίων και οπλαρχηγών» επέστρεφε δριμύτερη, αποκαλύπτοντας τον παλιό, καλό κόσμο. Επρόκειτο για έναν κόσμο τόσο γερασμένο διανοητικά και τόσο αποκομμένο ιδεολογικάν που θα σου προκαλούσε οίκτο αν δεν είχε αποδειχτεί δραματικά ανεπαρκής για τη διαχείριση των δημοσίων θεμάτων της χώρας.