Δύο είναι οι φάσεις της κρίσης που βιώνουμε, όχι τόσο από την πλευρά της οικονομίας όσο από αυτή της πολιτικής, σύμφωνα με τον κ. Νικόλα Σεβαστάκη, καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Η πρώτη είναι η στιγμή της σύγκρουσης, η ώρα που χαράσσονται τα σύνορα και η αντίθεση. Η δεύτερη είναι αυτή στην οποία η αντίθεση έχει πλέον καταγραφεί και πρέπει να χτίσεις το εναλλακτικό παράδειγμα, είναι η στιγμή της κατάφασης και της αναζήτησης η οποία στην περίπτωσή μας έχει αρχίσει ήδη από τις εκλογές του 2012. Η αγανάκτηση δεν αρκεί, όπως έλεγε ο Πιέτρο Ινγκράο, δεν μπορεί από μόνη της να δώσει λύσεις στα προβλήματα» εξήγησε στο «Βήμα» ο ίδιος. Εκτίμησε ότι «o πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει» και ότι «επικρατεί ταυτοχρόνως ρευστότητα και στασιμότητα, η στασιμότητα που υποκρύπτει ότι τα πλαίσια με το οποία στοχαζόμαστε την κρίση έχουν μείνει αμετακίνητα». Τόσο ο μνημονιακός όσο και ο αντιμνημονιακός λόγος ακολούθησαν έναν δρόμο «στον οποίο δεν έχει υπάρξει ακόμα η αναγκαία αναστοχαστική στιγμή» τόνισε ο κ. Σεβαστάκης. «Το να επενδύσεις σε μια αντίθεση είναι εύλογο, αλλά πρέπει να αναλογιστείς πώς αυτή λειτούργησε και τι αποτέλεσμα έφερε» συμπλήρωσε.

Γιατί παρατείνεται το τέλμα, κύριε Σεβαστάκη;

«Επειδή δεν έχει γίνει συνείδηση ότι είναι ανέφικτη μια ενιαία και κοινά αποδεκτή αφήγηση της κρίσης και της σωτηρίας. Το γεγονός όμως ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία αφήγηση δεν σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να συνεχιστεί αυτός ο απλοϊκός μανιχαϊσμός. Στην πολιτική πρέπει να υπάρχουν επάλληλες συναινέσεις. Ανεξάρτητα από τις βαθιές διαφορές χρειάζεται να σκεφτόμαστε και την πολιτική μας κοινότητα, εκείνα τα σημεία σύγκλισης που δεν αναιρούν τις διαφορές αλλά τις εγγράφουν στον ορίζοντα αυτού που έρχεται. Αυτό για εμένα αποτελεί το μείζον κενό της περιόδου. Υπήρξε μια περιχαράκωση του “φιλομνημονιακού” λόγου στη λογική της ενοχής και του στιγματισμού κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας και, από την άλλη πλευρά, η έξαρση της αντιστασιακής μυθολογίας, η κατασκευή ενός λαού ως ενιαίας και πάντοτε θετικής έννοιας. Κοντολογίς, επικράτησε το δίπολο σύστημα – αντισύστημα, το σάπιο πολιτικό κατεστημένο και το Κίνημα. Αυτό το δυαδικό σχήμα μπορεί να υπήρξε, σε αρκετές περιπτώσεις, αποδοτικό πολιτικά. Αλλωστε η πολιτική τείνει να απλοποιεί τα πράγματα, δεν σέβεται τις αποχρώσεις. Μπορεί όμως και να σε παγιδεύσει με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η ερμηνεία των αλλαγών που συμβαίνουν γύρω σου. Αυτή η διαρκής συζήτηση στην Αριστερά, ας πούμε, για έναν λαό που κατά κάποιον τρόπο θα φτιάξει ένα νέο ΕΑΜ, τις δομές αλληλεγγύης “τύπου ΕΑΜ”, γίνεται πρόβλημα πλέον. Επαναφέρει εκ του πλαγίου τη νοσταλγία για ένα πολεμικό/ θυσιαστικό πνεύμα παραδοσιακού τύπου σε μια κοινωνία που, με όλες τις στρεβλώσεις και τις ιδιομορφίες της, είναι μια αστική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία έχει προχωρήσει στο επίπεδο της εξατομίκευσης, έχουν εγκαθιδρυθεί πολλαπλές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της και δεν μπορεί να ενοποιηθεί στη βάση ενός ιδεώδους μαζικής κινητοποίησης. Επιπλέον, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σημερινό αντισύστημα δεν είναι ένα αλλά πολλά, δεν είναι μονάχα αριστερό, μπορεί να είναι ακροδεξιό και συνωμοσιολογικό, το είδαμε άλλωστε αυτούς τους τελευταίους μήνες».

Δεν διαφοροποιήθηκε επαρκώς, λέτε, η Αριστερά και ο λόγος της σε αυτό το πλαίσιο;

«Νομίζω ότι η κοινωνία μας δεν μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί με τα υλικά τού χύμα “αντιμερκελικού” αντισυστημισμού. Γιατί; Μα γιατί ακριβώς οι υβριδικές εκδοχές της δεξιάς αγανάκτησης είναι πολύ πιο διεισδυτικές στο κοινωνικό σώμα. Από την άλλη, υπάρχει βεβαίως στην Αριστερά και ένας αφηρημένος ταξικός λόγος ο οποίος μοιάζει με “ριζοσπαστισμό αμφιθεάτρου”: εξηγεί με άνεση τα πάντα στα ειδικά του κοινά ενώ συγχρόνως δυσκολεύεται να συνομιλήσει με την πραγματικότητα. Το ερώτημα ετέθη αναπόφευκτα και για τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά την εκλογική του εκτίναξη. Τι είσαι; Πολιτική συμπύκνωση ενός μεταβατικού θυμού ή κάτι περισσότερο; Θεωρώ ότι ένα κόμμα που θέλει να βρίσκεται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να διαθέτει κινηματική ταυτότητα αλλά να συνθέτει το “εκτός” με το “εντός”, τις μη συμβατικές πρακτικές συμμετοχής με τη μέριμνα για την πολιτική αντιπροσώπευση. Κατά την άποψή μου δεν μπορεί να νοηθεί Αριστερά η οποία να μην περιλαμβάνει στη στρατηγική της εύλογους συμβιβασμούς. Όταν ένα κόμμα της ανανεωτικής ή ακόμη και της ριζοσπαστικής Αριστεράς θέλει να κυβερνήσει σε μια χώρα του δυτικού κόσμου κινείται εξ ορισμού μέσα σε έναν ορίζοντα σοσιαλδημοκρατικό, ακόμη και αν μισεί τη λέξη. Οι όροι φυσικά έχουν αλλάξει. Υπάρχει  μεγάλη συζήτηση για το αν η σοσιαλδημοκρατία πέθανε ή έχει αποτύχει. Θεωρώ πράγματι ότι κάποιες μορφές της δεν μπορούν να επανέλθουν, λόγου χάρη, οι κρατικές/ κοινωνικές συμμαχίες που αναπτύχθηκαν στη χρυσή τριακονταετία του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Και να το ήθελε κανείς δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα».

Νομίζω, κύριε Σεβαστάκη, ότι και μόνο η λέξη σοσιαλδημοκρατία προκαλεί αλλεργία στον ΣΥΡΙΖΑ…

«Υπάρχει, αναμφίβολα, μια δαιμονοποίηση κάθε σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά νομίζω ότι υπάρχουν γενικότερα προβλήματα ταυτότητας στην ελληνική Αριστερά. Μου έκαναν εντύπωση, για παράδειγμα, οι αντιδράσεις έναντι των πρόσφατων κρίσεων στην Ουκρανία αλλά και στη Βενεζουέλα. Ο τρόπος με τον οποίο σήμερα τοποθετείται κανείς απέναντι σε αυταρχισμούς, σε βοναπαρτισμούς, είτε αυτοί έχουν τον μανδύα της προόδου και του σοσιαλισμού είτε όχι, είναι καίριο θέμα. Δεν συνιστά πολυτέλεια ή “εποικοδόμημα”. Σήμερα άλλωστε κάθε αθωότητα έχει χαθεί διότι γνωρίζουμε το κόστος που είχαν πολλές επιλογές οι οποίες στον εικοστό αιώνα θεωρήθηκαν απελευθερωτικές ενώ αποδείχτηκαν βάρβαρες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, επί παραδείγματι, υπήρξε όντως ένα πρόβλημα κακής διαχείρισης από την πλευρά Ευρωπαίων και Αμερικανών, διότι κανείς δεν έθεσε όρια στην νεοναζιστικού τύπου Ακροδεξιά η οποία και αποτέλεσε τον “μαχητικό” πυρήνα της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Γιανουκόβιτς. Από την άλλη μεριά όμως είναι σκανδαλώδης και ανήθικη η ταύτιση – για ένα μεγάλο και σιωπηλό κομμάτι αριστερών και δεξιών Ελλήνων – με το καθεστώς Πούτιν και τις στρατηγικές του επιλογές. Αυτή η άρνηση τήρησης των αποστάσεων εμένα με ενοχλεί πολύ. Τίθενται εδώ νομίζω ζητήματα ευρύτερου πολιτισμικού προσανατολισμού, ζητήματα ταυτότητας και όχι απλώς “πολιτικής”. Οταν, ας πούμε, συνδέεις την κριτική σε πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού με έναν βαθύ αντιδυτικισμό, εκεί υπάρχει ζήτημα. Νομίζω ότι ένα βασικό πρόβλημα στον ελληνικό αριστερό χώρο είναι ότι δεν συζητήθηκε ποτέ στα σοβαρά η σχέση της Αριστεράς με πολλές, μη μαρξιστικές, παραδόσεις της ελευθερίας και της ισότητας (πολιτικός φιλελευθερισμός, ρεπουμπλικανισμός). Κριτική σημαίνει ωστόσο να μπορείς να διακρίνεις και να φτιάχνεις διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στα διαφορετικά φαινόμενα. Ο ιμπεριαλισμός, ας πούμε, δεν είναι πλέον μόνο δυτικός. Το φιλελεύθερο δεν είναι εξ ορισμού φιλοκαπιταλιστικό».

Μπορεί να αλλάξει κάτι σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες ευρωεκλογές;

«Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να παίξει θετικό ρόλο, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμπέσει με το πέρασμα σε μιαν άλλη ευρωπαϊκή πολιτική στιγμή, μια στιγμή μετά τη λιτότητα ή τουλάχιστον μια νέα φάση όπου η οικονομική σταθεροποίηση δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά που βλέπουμε αυτά τα τελευταία χρόνια. Η συντηρητική Ευρώπη κάνει λάθος όταν φοβάται άλλες, ετερόδοξες οικονομικές πολιτικές, γιατί μια μετατόπιση θα μπορούσε ενδεχομένως να μετριάσει τα συμπτώματα απαξίωσης της ευρωπαϊκής ιδέας και των πολιτικών θεσμών. Πρέπει όμως και ο ριζοσπαστικός πόλος να συμφιλιωθεί με την ιδέα και την πρακτική των συγκρουσιακών συμβιβασμών και όχι των “μετωπικών” ρήξεων. Είναι μια διπλή κίνηση αυτή, δεν αφορά μόνο τον έναν παίκτη».

 

Κοινοποίηση