Τα υπόλοιπα ως απολογισμός πεπραγμένων σε μια περιπετειώδη πορεία είναι γνωστά. Οι κεντρικές υποσχέσεις που αποτέλεσαν το όχημα του μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ αποσύρθηκαν. Εμειναν ένα κοινωνιστικό λεξιλόγιο και οι λόγοι κατά της διαπλοκής. Συνεχίζεται η προσφυγή σε μια ηθική της αντίστασης και του σκληρού αγώνα: όποια μέτρα και αν νομοθετεί η κυβέρνηση, όποιες αποφάσεις και αν παίρνει, παραπέμπει στο διαφορετικό φρόνημα των λειτουργών της. Αυτό που κάνει τη διαφορά, ισχυρίζεται ο Πρωθυπουργός, είναι το να μην προσχωρεί κανείς συνειδησιακά σε όσα είναι αναγκασμένος να πράττει ως κυβερνητική εξουσία.
Η εμπειρία του χρόνου που πέρασε είναι λοιπόν αναμφίβολα διδακτική. Μέσα από τραύματα, διαψεύσεις και θεαματικές αλλαγές φάνηκαν καθαρά τα όρια του αντιμνημονιακού λόγου και των ερμηνειών του. Εγινε δηλαδή ορατό το θεμελιώδες πολιτικό αδιέξοδο ενός ριζοσπαστισμού ο οποίος εγκλωβίστηκε στα πολιτικά του οφέλη αποσιωπώντας σημαντικές πτυχές της ελληνικής κρίσης. Πολλοί ισχυρίζονται σήμερα ότι απογυμνώθηκε «η Αριστερά» (έτσι γενικώς). Είναι όμως μια άδικη γενίκευση διότι αυτό που δοκιμάστηκε το 2015 στην Ελλάδα είναι ένα ιδιαίτερο μείγμα συντηρητισμού και καιροσκοπισμού. Πολύ απλά, είναι ο κοινός τόπος της Αγανάκτησης η οποία δεν μπόρεσε να κυοφορήσει ένα εναλλακτικό ήθος διακυβέρνησης. Η ηθικολογική βουλησιαρχία έκανε απλώς τη συγκρουσιακή καχυποψία βασικό συνοδευτικό της πολιτικής μας ζωής.
Επί της ουσίας όμως τα μεγάλα ζητήματα της «μνημονιακής περιόδου» παραμένουν ενεργά και αναπάντητα. Το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα – ιδίως η τεράστια ανεργία – διατηρεί την τοξική του επίδραση αποκλείοντας ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας από την κοινωνική κινητικότητα. Την ίδια στιγμή όμως η κληρονομημένη «ελληνική ιδεολογία» είναι πλέον ένας βάλτος, μια λάσπη που παραλύει την όποια κίνηση της κοινωνίας προς την έξοδο. Οι φανταστικές εικονογραφήσεις της Ελλάδας είτε ως πρωτοπορίας της ριζοσπαστικής δημοκρατίας στην Ευρώπη είτε ως θύματος της Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων, δηλαδή μια αριστερή και μια δεξιά νεοεθνικοφροσύνη, διόγκωσαν την κρίση νοήματος: μεγέθυναν το πεδίο μιας αυταπάτης το οποίο συχνά «δέθηκε» με τους φανατισμούς της περιόδου. Τώρα όμως οι φανατισμοί υποχώρησαν για να γλιστρήσουμε στην κοινωνική κόπωση και στην αναδίπλωση. Αυτή η μετάβαση εκδηλώθηκε μάλιστα αμέσως μετά τον ακραίο διχασμό του δημοψηφίσματος που έδωσε τη θέση του στο πάγωμα της ματαίωσης.
Ο μεγάλος κίνδυνος της παρούσας περιόδου για τα πολιτικά ήθη της χώρας είναι η αναξιοπιστία της «αριστερής υπόσχεσης» και οι αδυναμίες συγκρότησης που ταλανίζουν την Αντιπολίτευση. Αυτός ο συνδυασμός ευνοεί τη στασιμότητα και το πνεύμα αναχωρητισμού των πολιτών. Ζούμε ουσιαστικά μία ακόμα απατηλή φάση σταθερότητας η οποία απλώς συγκαλύπτει τα διαλυτικά φαινόμενα.
Το 2015 ήταν εν τέλει μια χρονιά επώδυνη, ιδίως για τον κόσμο που προσδοκούσε δείγμα γραφής μιας διαφορετικής κοινωνικής και πολιτικής πορείας. Η φθορά του αριστερολαϊκισμού, η υποτονική δυναμική στον χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας, οι αναχρονισμοί στη Δεξιά ενίσχυσαν τις τάσεις αποστασιοποίησης των πολιτών.
Η απειλή του προηγούμενου διαστήματος ήταν βεβαίως η αντιπολιτική της οργής και οι ισοπεδωτικές και χυδαία αντιφιλελεύθερες όψεις της. Στην τωρινή συγκυρία το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα κενό: οι μεγαλόστομες ριζοσπαστικές αρνήσεις έχουν σιγήσει χωρίς να έχει φανεί ακόμη νέο θετικό πολιτικό έδαφος. Η όξυνση της ατομικής ανασφάλειας και του συλλογικού οικονομικού κινδύνου – με μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης από τη στιγμή των capital controls και μετά – παγώνει την κοινωνική δυναμική. Δεν είναι τόσο το συνεχιζόμενο καθεστώς της λιτότητας και της ύφεσης όσο η θραύση της εμπιστοσύνης και η μαζική απογοήτευση που λειτουργούν σε βάρος της δημοκρατίας.
Το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε στα τέλη του 2015 είναι πολλαπλά επιβαρυμένο. Ο επιθετικός ισλαμοφασισμός, τα προσφυγικά κύματα, οι ριζοσπαστικές δεξιές τάσεις στην Ευρώπη, όλα αυτά τα φαινόμενα θέτουν πολύ δύσκολα διλήμματα σε κυβερνήσεις και κοινωνίες.
Δεν πιστεύω ότι αυτά τα διλήμματα μπορούν να αντιμετωπιστούν από επιτροπές σοφών της τεχνοκρατίας στη βάση της σκέτης απογοήτευσης από τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες. Αν όμως δεν υπάρξει βαθύς μετασχηματισμός στους αρμούς του πολιτικού συστήματος και αν ριζώσουν για τα καλά η συντηρητική αδράνεια και η ιδεολογική οπισθοδρόμηση, όλα είναι ενδεχόμενα: και τα ιδεολογήματα της τεχνοκρατίας και η εμφάνιση νέων δημαγωγικών «αντισυστημισμών».
Στη θέση του αβαθούς ρεαλισμού της «αυτοσυντήρησης» μιας νέας εξουσίας χρειαζόμαστε τώρα έναν πραγματικό ριζοσπαστισμό: όχι τα αφηρημένα και εξωπραγματικά του ξόανα – αυτά αποκάλυψαν τη γύμνια τους. Το 2015 θα μπορούσε να ήταν απλώς ο χρόνος της πικρής, αλλά πολύτιμης, αυτογνωσίας. Και για τους σημερινούς κυβερνώντες και για όλους τους υποψήφιους ανορθωτές και μεταρρυθμιστές της χώρας. Αυτό θα ήταν και το ιδανικό σενάριο αν είναι να ξαναμιλήσουμε στα σοβαρά για την κοινωνική πρόοδο, για αυτή δηλαδή τη χαμένη λέξη του πολιτικού λεξιλογίου της κρίσης.