Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/08/2019

Παρατηρώντας τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις του κυβερνητικού σχήματος και του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει εύκολη κανείς την εξήγηση της ικανοποίησης που επικρατεί σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας για τη νέα κατάσταση.

Με ταχύ βήμα στο δρόμο των προεκλογικών δεσμεύσεων η Κυβέρνηση συναντιέται και αντλεί στήριξη από τη θετική απόκριση που γέννησε η απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία. Επίτευγμα που η κοινωνία θεωρεί δίκαια ως δικό της, πέρα από άλλες εκδοχές ή ερμηνείες.

Στην καρδιά του θέρους, με την προσοχή των ανθρώπων περιορισμένη ως προς το πολιτικό μέτωπο και με μικρή την απόσταση από τις εκλογές, όλα μοιάζουν πιο εύκολα. Μοιάζουν αλλά δεν είναι.

Η  Κυβέρνηση διαδέχεται ένα κόμμα, που αποτέλεσε έναν πολιτικό παροξυσμό. Ως τέτοιο πέτυχε την εκλογή του το 2015. Ως τέτοιο «κυβέρνησε». Και ως τέτοιο έχασε. Με την ιδεολογικοποίηση έντονη και τη σύγκρουση στα άκρα.

Τόσο η επιτυχία του, όσο και η αποδοκιμασία του αφήνει πίσω ένα σταθερό δεδομένο. Μια πολιτική κερδίζει όταν  αυτοκατανοείται. Όταν φέρει μέσα της με τρόπο ορατό και ευανάγνωστο μια σημασία και ένα περιεχόμενο. Όταν υποσυνοδεύεται από ένα συμλήρωμα νοήματος.

Το νόημα είναι το στοιχείο της συνοχής της. Διασφαλίζει το ενιαίο της υπόστασής της. Διαλύει τις παρερμηνείες και αποκρούει τη σύγχυση. Φωτίζει μια πορεία. Μιλάει με καθαρό τρόπο για την εποχή, τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Και θεμελιώνει ιδεολογικά, υπό την έννοια της ερμηνείας, την ακολουθούμενη πορεία.

Η διαφαινόμενη αδυναμία της Κυβέρνησης να προσθέσει πολιτικό νόημα και βάθος στην εποχή, θα αναδειχθεί το μείζον πρόβλημά της. Επειδή το ζήτημα αυτό είναι περίπλοκο και απαιτεί επεξεργασία, σχεδόν πάντα, ενώ επιφανειακά θίγεται, αφήνεται για μια επόμενη μέρα.

Δεν υπάρχει αυτάρκης άσκηση πολιτικής με την έννοια της υλοποίησης ενός «κλειστού»  προγράμματος, που επειδή είναι ψηφισμένο φέρει μέσα του και τη διακαίωσή του. Κάθε «κλειστό» πολιτικό πρόγραμμα εγγράφεται σε μια συγκυρία, εμπεριέχει όμως το λόγο της ύπαρξής του στο μέλλον.

Αυτός ο λόγος της ύπαρξής του στο μέλλον γεννάει την ανάγκη της ιδεολογικής του τροφοδοσίας. Η απουσία  αυτής της τροφοδοσίας αφυδατώνει την πολιτική πράξη και την καθιστά γραφειοκαρτικού τύπου δράση. Χωρίς έμπνευση και χωρίς πάθος. Γι αυτό ένα κόμμα ή ένα κυβερνητικό σώμα καλείται κυρίως  να γίνει  επεξεργαστής νοήματος.

Η  ανάγκη του νοήματος σταθερά θα επανέρχεται. Και τα ζητήματα που το συνοδεύουν θα αποτελέσουν τον πυρήνα της επόμενης σύγκρουσης. Η αντίληψη «όλοι μαζί και ενωμένοι» είναι  φενάκη και παραπλάνηση.  Η ζωή δεν επιτρέπει σε αυτή την  μυθοπλασία να εγκατασταθεί.

Όσο θα ψάχνει ο ΣΥΡΙΖΑ «ένα ρούχο για την καινούργια στολή του», θα μοιάζει να υπάρχει χρόνος. Όσο θα πασχίζει να βρει έναν λόγο ύπαρξης , τόσο το ιδεολογικό ζήτημα θα επανέλθει απαιτητικό με την έλευση του φθινοπώρου. Στο ιδεολογικό μέτωπο κρίνονται όλα. Εκεί παράγεται το νόημα, εκεί χτίζονται οι σημασίες. Χωρίς αυτήν την πνευματική άρδευση του νου μαραίνονται κυβερνήσεις και εξουσίες.

Κοινοποίηση