Βέβαια, μέσα από κυβερνητικές αποφάσεις μπορεί να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα, που θα ανταποκριθεί στην πράξη στις ανάγκες αυτών των ανθρώπων. Ορθά, λοιπόν, η κυβέρνηση θέτει το ζήτημα. Θα το ακυρώσει όμως –και φοβάμαι πως ήδη διολισθαίνει σε αυτό– αν εμφανιστεί να διεκδικεί τη μονοπώληση του ενδιαφέροντος και, ακόμη περισσότερο, αν επιχειρήσει να το εντάξει σε ένα ευρύτερο σχέδιο εξουσίας. Το χειρότερο όμως θα ήταν αν αυτό το επικαλείται διαρκώς ως εγγύηση ευαισθησίας και ως πράξη που δικαιώνει τη συνολική πολιτική της. Στην περίπτωση αυτή, θα αναιρούσε κάθε αυθεντικότητα και κάθε περιεχόμενο και, έτσι, οι ανάγκες των ανθρώπων θα κατέληγαν να γίνουν υλικό μιας δημαγωγικής πολιτικής σκοπιμότητας. Πολιτικές αυτού του είδους, ενώ πρέπει συστηματικά να εφαρμόζονται, πρέπει να μιλάνε χαμηλά, να ασκούνται διακριτικά, δηλαδή με πνεύμα και τρόπο που διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του αποδέκτη.
Κάθε πράξη αλληλεγγύης νοείται και δικαιώνεται όταν σέβεται απόλυτα το πρόσωπο του άλλου. Αυτός ο άλλος, που έχει ανάγκη, αναγνωρίζεται ως ισότιμος και δεν τοποθετείται σε υποδεέστερη θέση, από τη διαρκή προβολή της ανάγκης του, τη διαρκή εκμεταλλευτική προβολή. Κάθε πράξη αλληλεγγύης που εμπεριέχει ψήγμα ισχύος, πέρα από το ότι αυτοκαταργείται ως τέτοια, καταλήγει προσβλητική, αν όχι αήθης.
Ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση, επί Κεγκέρογλου, έγιναν δειλά βήματα, υπαρκτά όμως, όπως το πιλοτικό πρόγραμμα για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Μόνο με τέτοιες σταθερές δομές υποστήριξης θα έβρισκε θεμελιωμένη απάντηση το πρόβλημα των συμπολιτών μας που τελούν ή περιέρχονται σε κατάσταση ανάγκης.
Και κάτι ακόμη: Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα αναπτύχθηκε ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο αλληλεγγύης. Δήμοι, φορείς, Εκκλησία, μικρές ενορίες απέδωσαν ένα αξιόλογο έργο, υποστηρίζοντας και προστατεύοντας ανθρώπους που βρέθηκαν και βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Αλληλεγγύη παντού, λοιπόν. Χωρίς πολιτική κομπορρημοσύνη και αυθάδεια.