Ακούγονται όμως και άλλες αμφισβητήσεις, και μάλιστα από πρόσωπα που –ίσως για να δώσουν κύρος στα λεγόμενά τους- προβάλλουν τα αντιναζιστικά τους φρονήματα. Για σχολιασμό των αμφισβητήσεων από άποψη ποινικού δικαίου άλλοι είναι αρμοδιότεροι. Μπορώ όμως και εγώ να αναρωτηθώ πως γίνεται, ελάχιστες ώρες μετά την αναγγελία των συλλήψεων και χωρίς –ούτε μέχρι σήμερα- να είναι γνωστή η δικογραφία, να εκτοξεύονται με μεγάλη βεβαιότητα αμφισβητήσεις νομιμότητας, έτσι γενικώς. Ελπίζω να πρόκειται μόνον για ανθρώπινες αδυναμίες.
Προβλήθηκε όμως, από φίλο συνάδελφο σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και η συνταγματικής τάξης αντίρρηση ότι οι ενέργειες των εισαγγελικών αρχών, δήθεν, ”βρίσκονται οριακά εντός της συνταγματικής νομιμότητας” ότι ”η παράκαμψη της απαιτούμενης κατά το άρθρο 62 του Συντάγματος άδειας της Βουλής για δίωξη και πολύ περισσότερο για σύλληψη βουλευτή μέσω της υπαγωγής της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης κατά το άρθρο 187 του ποινικού κώδικα στην έννοια του διαρκούς εγκλήματος και άρα της θεώρησής του ως αυτόφωρου κακουργήματος για το οποίο κατʼ εξαίρεση δεν απαιτείται άδεια συνιστά μια εξαιρετικά επιθετική σε βάρος των κατηγορουμένων ερμηνεία του πλέγματος αυτού των διατάξεων”, ότι ”θα ήταν πολιτικά και συνταγματικά πιο ορθόδοξο να ζητηθεί η άδεια της Βουλής πολύ περισσότερο μάλιστα δεδομένου ότι είναι πολιτικά βέβαιο ότι η άδεια αυτή θα δινόταν με ευρύτατη πλειοψηφία.” Προβλήθηκε επίσης η ότι ”η ταχύτητα και ο “ριζοσπαστικός” τρόπος με τον οποίο ενήργησε η εισαγγελία του Αρείου Πάγου με επικεφαλής την πρόσφατα εκλεγμένη από την κυβέρνηση εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θέτει ζητήματα ως προς την πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (…).”
Πυρήνας της παραπάνω σκέψης είναι ότι οι καταδολιεύθηκε, δήθεν, το Σύνταγμα. Ότι η καταδολίευση έγινε με την παράκαμψη της άδειας που απαιτείται να χορηγήσει η βουλή προκειμένου να διωχθεί ή συλληφθεί βουλευτής. Ότι η παράκαμψη έγινε με την υπαγωγή του εγκλήματος του άρθρου 187 ΠΚ – σύσταση εγκληματικής οργάνωσης- στην κατηγορία των διαρκών εγκλημάτων, έτσι ώστε η σύλληψη των βουλευτών να είναι αυτόφωρο κακούργημα.
Ο συλλογισμός αυτός υπολαμβάνει αξιωματικά ότι η εισαγγελική ενέργεια είναι μια παράκαμψη της νομιμότητας και σε αυτήν την εξ ιδίας αυθεντίας petitio pricipii επιχειρεί, αδέξια, να χωρέσει τα πραγματικά και νομικά δεδομένα. Ο συλλογισμός είναι λάθος: το έγκλημα του 187 ΠΚ δεν χαρακτηρίσθηκε τώρα για πρώτη φορά διαρκές, η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση είναι κακουργηματική πράξη – προσοχή: οι εισαγγελείς δεν κατηγορούν το κόμμα ”Χρυσή Αυγή” ως εγκληματική οργάνωση, αλλά μόνο 38 φυσικά πρόσωπα, μέσα στα οποία τυχαίνει να ανήκει το σύνολο της πολιτικής του. Η σύλληψη ενός προσώπου σε στιγμή που αυτό μετέχει σε μία τέτοια οργάνωση πληροί τις προϋποθέσεις του αυτόφωρου. Το άρθρο 62 του Συντάγματος ρητά ορίζει ότι δεν απαιτείται άδεια της βουλής ούτε για δίωξη ούτε για σύλληψη ούτε για φυλάκιση για αυτόφωρα κακουργήματα. Και πέραν αυτών: Τι θα πει ”επιθετική” ερμηνεία; Ότι δεν κάνει χατήρια; Τι σημαίνει ότι κάτι βρίσκεται ”οριακά εντός της συνταγματικότητας”; Ότι είναι με το ένα πόδι μέσα και με τ΄ άλλο έξω και ανάλογα και βλέπουμε; Τι θα πει συνταγματικά ”περισσότερο ορθόδοξο”;
Περισσότερα όμως είναι τα πολιτικά ερωτηματικά που δημιουργεί. Είναι πράγματι δείγμα υψηλού πολιτικού κριτηρίου και ισχυρής επαφής με την πραγματικότητα η σκέψη να είχαν τεθεί ενώπιον της βουλής πριν από τις συλλήψεις τους οι συγκεκριμένες δικογραφίες που αφορούν τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής, δεδομένου μάλιστα ”ότι είναι πολιτικά βέβαιο ότι η άδεια αυτή θα δινόταν με ευρύτατη πλειοψηφία.” Αν δεν ήταν δεδομένη αυτή η βεβαιότης, θα ήταν ολιγότερο οριακής αντισυνταγματικότας το να μην τεθούν υπόψη της βουλής;
Ακόμη μεγαλύτερο ερωτηματικό δημιουργεί το παράπονο του αγαπητού φίλου κατά της ταχύτητας και της αποφασιστικότητας των εισαγγελικών αρχών. Η βραδύτης θα επιβεβαίωνε την ανεξαρτησία; Μήπως η πλήρης απραξία των εισαγγελέων θα την επιβεβαίωνε πλήρως ανεξαρτησία τους;
Με την παραπάνω άποψη θεμελιώνεται, υποδαυλίζεται, ενισχύεται και προβάλλεται, πονηρά και υποδόρια, αλλά με αναμφισβήτητη σαφήνεια η γνώμη ότι η σύλληψη των βουλευτών της Χρυσής Αυγής είναι, στην μύχια ουσία της μία πολιτική δίωξη που, χειραγωγώντας την δικαιοσύνη, την μασκάρεψαν σε δήθεν νομική διαδικασία αναζήτησης ποινικής ευθύνης. Η άποψη αυτή όμως δεν στοιχειοθετείται σε κανένα σημείο, ούτε νομικά ούτε πραγματικά.
Η πολιτική βαρύτητα της άποψης αυτής δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι ο αγαπητός φίλος που την προέβαλε είναι διαπρεπές μέλος της πρόσφατα εκλεγμένης Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ο ίδιος δεν αποδίδει στο κόμμα του τις απόψεις αυτές, ούτε προκύπτει ότι αυτό τις υιοθετεί. Και οι ίδιες όμως και η προέλευσή τους αποτελούν γεγονός που δεν μπορεί να μην επισημανθεί.
Πολλοί, εύκολα, θεώρησαν ότι η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα ανίκανο να είναι ισχυρό, ότι μόνο μία κινούμενη ισορροπία ιδιοτελών και κολπαδόρων μπορεί να είναι, και για τον λόγο αυτόν μια πράξη ισχύος της δημοκρατίας ή παράνομη θα είναι η κάποια ανίερη σκοπιμότητα θα εξυπηρετεί. Κάνουν λάθος. Η δημοκρατία και ισχυρή μπορεί να είναι και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς της με τα δικά της μέσα, και όχι με τα δικά τους.