Κάθε διασταύρωση είναι ένας τόπος προσωρινός. Έχει μέσα του τη μετάβαση. Το εδώ στο αλλού. Το αλλού στο πέραν.
Η πόλη συμπλέκεται και εκτείνεται μέσα από τις διασταυρώσεις στον επέκεινα χώρο, που κρύβουν οι υψηλές ή χαμηλές κατασκευές της.
Οι διασταυρώσεις έχουν κάτι το απρόσμενο μέσα τους.
Είτε οδών είτε βλεμμάτων, μας μεταφέρουν σε μια απροσδιόριστη επόμενη φάση, όπου το ένα συναντάει το άλλο και το όλον παίρνει υπόσταση και γίνεται πλεκτή ζωή σε μια συναίσθηση βάθους.
Στη διασταύρωση το τυχαίο έχει περισσότερες ελπίδες. Απροσδιόριστο πάντα το πέρασμα από το ένα σημείο στο άλλο, με την ατομικότητα να το ορίζει. Την ίδια ώρα που ο μικρός ορίζοντας του εγώ μετουσιώνεται αδιόρατα σε ορίζοντα της ίδιας της πόλης.
Το μεταίχμιο της διασταύρωσης κρύβει μέσα του τον κίνδυνο κάθε μεταίχμιου. Και έτσι, μέσα στην εξωτερική ελευθερία της μεγάλης πόλης, αποκρύπτεται αυτό που ήδη υπάρχει εντός μας, ως ανασφάλεια και ως κίνδυνος.
Η ομιλούσα γλώσσα της πόλης είναι η γλώσσα της δύναμης και της ισχύος. Ως τόπος ισχύος ιδρύεται ιστορικά η πόλη.
Και ο Κάιν μετά τη δολοφονία του αδερφού του καταφεύγει σε τόπο μακρινό. Στη γη Ναΐδ. Με την ελπίδα πάντα ότι η πρόκληση των διασταυρώσεων, των κινδύνων και της αοριστίας θα έβρισκε ένα κάποιο τέλος.
Η μεγάλη πόλη, η γη της Ναΐδ, είναι ο τόπος της μη ησυχίας.
Είναι ο τόπος του «αλάσθαι», της περιπλάνησης των μεγάλων διασταυρώσεων, της παραλυτικής αμφιβολίας και των αναπάντητων ερωτημάτων.
Οι επί γης διασταυρώσεις των οδών βρίσκουν την παραλληλία τους με τις επί της σκέψεως διασταυρώσεις των αντινομικών επιθυμιών, των αλληλοαναιρούμενων αποφάσεων και του ακατάληπτου νοήματος της ύπαρξης.