Με κοιτάζει απορημένος. Σχεδόν έκπληκτος. Τί λέει αυτός ο γραφικός, σκέφτεται προφανώς μέσα του. Για λίγο στέκει άφωνος. Διστάζει. Μοιάζει να προβληματίζεται. Μάλλον θα πάρει το αυτοκίνητό του και θα φύγει, κάνω και εγώ τη σκέψη. Μπα… Μια ακόμη από τις καθημερινές μας πλάνες…

Ο νεαρός συμπολίτης μας δεν προβληματίζεται. Ούτε διστάζει. Απλώς ανασυντάσσει τη σκέψη του στο μέτωπο του θράσους.

– Και εσένα τι σε κόφτει; μου απαντά με αυτάρεσκη αυτοπεποίθηση, τρέχουσα επιθετικότητα και γερασμένη γλώσσα.

– Είναι διάβαση, σχολείο, υπάρχουν πεζοί. Πώς θα περάσουν;

Τα ακούει σαν λόγια παράδοξα. Η αδιαφορία γραμμένη στο πρόσωπό του, με το ειρωνικό μειδίαμα να αποτυπώνει τη συνήθη ύβρη του νεοέλληνα. Και ο νεαρός συμπολίτης μας, ρίχνοντας μια τελευταία κυκλική ματιά στο λατρευτό του τετράτροχο, χάθηκε στην πόλη.

Είναι βέβαιο, ότι αμέσως παρακάτω, την ίδια μέρα ή τις επόμενες, θα συναντήσει πολλές κλειστές διαβάσεις. Και μπροστά στα εμπόδια – όσα μπορεί το εσωστρεφές εγώ του να αντιληφθεί – θα ζητάει, θα διεκδικεί, θα περιμένει απαντήσεις.

Και τότε, σίγουρα θα ακούσει την ηχώ της δικής του φωνής από τα χείλη των άλλων που παγερά θα του λένε: «Εμένα τι με κόφτει;»

 

Κοινοποίηση