Σε λιτή ακτή της Μάνης τύχαμε χθες ξεχωριστής φιλοξενίας.
Με πλεύση ήρεμη σε μέρα δροσερή, μας οδήγησε ο Γιάννης ο δάσκαλος – πολύπειρος καπετάνιος- με ασφάλεια στο άγνωστο μέρος.
Δέσαμε στο ψαράδικο του καπετάν – Γιάννη με τις πλώρες αντίθετες, να κρατάμε τον καιρό. Ο Παναγιώτης θα μας βγάλει στην ακτή με τα κουπιά και ο γεροκαπετάνιος θα μας υποδεχθεί, σαν να μας γνώριζε από παιδιά. Η Δώρα με χαμόγελο ανοιχτό θα μας φέρει γλυκό με δροσερό νερό. Σε λίγο στην απέριττη καντίνα του Γιάννη, λίγο τσίπουρο οι μεν, παγωμένη μπύρα οι δε, μιλήσαμε για τόπους, ιστορίες και παραδόσεις.
Η ομορφιά του τόπου έχει ήδη κερδίσει τα τέσσερα μικρά παιδιά της Δώρας και του Παναγιώτη. Βοηθούν στη λιτή καντίνα και μας σερβίρουν σαν μικροί χαρούμενοι βοηθοί διάσημου σεφ γαλλικού εστιατορίου.
Το πλούσιο φαγητό του τραπεζιού είναι της οικογενειακής παραγωγής και όλοι ανυπόκριτα αναγνωρίζουμε τη νοστιμιά του.
Γέρνει ο ήλιος και δροσιά πέφτει στον κόλπο. Ο καπετάν – Γιάννης κοιτάζει τον καιρό. Η σκέψη του στην επιστροφή.
Θυμώνει συχνά τα απογεύματα ο Λακωνικός και κάνει δύσκολο το ταξίδι στην καρδιά του.
Η Δώρα η καπετάνισσα θα είναι αυτή τη φορά στα κουπιά.
Σε λίγο είχαμε ήδη ανοιχτεί.
– Χαλάει στο βάθος ο καιρός, μας λέει ο καπετάνιος .
– Κόψε τον καιρό αριστερά και μετά πλώρη Κύθηρα, του λέμε.
Όμορφο το θαλασσοδαρμένο ταξίδι. Πιο όμορφη η αλησμόνητη φιλοξενία.
Στο λιμάνι ακούμε τις παρατηρήσεις των συνετών της στεριάς.
– Που πάτε με τέτοιο καιρό;
Και ξεκινάνε πάντα οι συζητήσεις για τους κινδύνους και τους φόβους. Είχε περάσει η ώρα και εμείς κατάκοποι αφήσαμε για άλλη μέρα αυτές τις θεωρίες.