Με άλλα λόγια, «πριν» από το άμεσο και ζωτικό αίτημα της αντιμετώπισης της πραγματικής απειλής χρειάζεται η πληρέστερη δυνατή κατανόηση των όρων που τη δημιούργησαν, αλλά της ίδιας της βαρύτητάς της. Ώστε η επείγουσα δράση εναντίον της να αποκτήσει προοπτική και να έχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Είναι σαφές ότι οι ως τώρα επικλήσεις ενός αναμνηστικού εθνικο-λαϊκού αντιφασισμού δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ίσως γιατί ορισμένοι φορείς του εκουσίως ενεπλάκησαν στα πάθη της συγκυρίας, πράγμα που συνεχίζουν να κάνουν υιοθετώντας μια στάση άτυπου σοσιαλφασισμού, ίσως και γιατί έγιναν αποσπασματικά, από μικρές πολιτικές ομάδες και μεμονωμένους διανοούμενους. Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι προσπάθειες δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν την κρούστα μνησικακίας του διευρυνόμενου ακροατηρίου του φιλοναζιστικού «κινήματος». Ισως, τέλος, γιατί έχουμε να κάνουμε με παράδοξο αντιπολιτικό φαινόμενο, η επικινδυνότητα του οποίου δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμη από πολλούς οπαδούς του ή τους αφήνει αδιάφορους. Σίγουρα πάντως η άναρχη μιντιακή υπερπροβολή της αντισυστημικής διαφοράς του επισκίασε για αρκετούς τον φονικό φυλετικό ρατσισμό του, τον ριζικό πολιτισμικό διαφορισμό του, τον χολερικό αντισημιτισμό του. Ταυτόχρονα, ο ναζιστικής προέλευσης φυλετικός εθνικισμός του επικοινώνησε με εμπεδωμένα αρνητικά στερεότυπα ενός οριζόντιου ελληνικού εθνικισμού, και της συναρτώμενης με αυτόν συνωμοσιολογίας, συνεπικουρούμενου από την ενίοτε ενεργή συνοδοιπορία τμημάτων της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Με τους κρατικούς θεσμούς απόντες, στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση, και παρά τις διαρκείς και εντεινόμενες παρεμβάσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.
Στην πραγματικότητα, αυτό που έλειψε και που σήμερα επείγει, μετά την κατά τα φαινόμενα απόφαση του κράτους να αναλάβει τις κατασταλτικές ευθύνες που του αναλογούν, είναι η κατανόηση του φιλοναζιστικού σχηματισμού ως κατ’ εξοχήν φαινομένου ιδεολογικοποιημένης και δομημένης βίας. Επομένως, η αντιμετώπισή του συνιστά ένα σχετικά αυτόνομο πεδίο από τους καθημερινούς, όσο σημαντικοί και αν κρίνονται αυτοί, πολιτικούς ανταγωνισμούς. Ενας επίκαιρος συνεπής «αντιφασισμός», που κατανοεί την επικίνδυνη ιδιαιτερότητα του φαινομένου, δεν μπορεί παρά να αίρεται του τρέχοντος κοινωνικο-πολιτικού διχασμού (μνημόνιο – αντιμνημόνιο), γιατί υπάρχει κάτι που άμεσα διακυβεύεται: οι στοιχειώδεις ηθικο-πολιτικοί κανόνες της κοινής συμβίωσης, του πώς να συνυπάρχουμε με τις διαφορές μας. Αλλά και γιατί η ιδεολογικοποίηση των διαιρέσεων της τελευταίας τετραετίας συνιστά, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, το έδαφος πάνω στο οποίο απέκτησε ερείσματα ο χρυσαυγίτικος ρατσισμός «εναντίον όλων». Υπό αυτή την οπτική της ενεργητικής συναίνεσης των δυνάμεων της δημοκρατίας προς τις εδραίες προϋποθέσεις ενός κοινώς συμμεριζόμενου ηθικο-πολιτικού συμβολαίου μπορεί να υποδειχθεί και να καταπολεμηθεί ο κύριος εχθρός, η βία της φιλοναζιστικής εκτροπής. Εδώ ταιριάζει το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί». Το χρέος αυτό αφορά κατ’ αρχάς τις πολιτικές δυνάμεις, δεν εξαντλείται όμως σε αυτές, περιλαμβάνει τον πληθυντικό κόσμο της επικοινωνίας, την εκπαιδευτική κοινότητα (κυρίως τη δευτεροβάθμια διάστασή της), το ίδιο το κράτος και τη σημερινή κυβέρνηση (η οποία θα πρέπει άμεσα να καταθέσει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο), καθώς και την ελληνορθόδοξη Εκκλησία, η οποία θα μπορούσε να αδράξει την «ευκαιρία» να ξεκινήσει τη δική της εσωτερική επανάσταση.
Πού βρίσκεται μια από τις «παγίδες» για τις οποίες κάναμε λόγο στην αρχή; Τούτη η εκ των ων ουκ άνευ δημοκρατική μάχη να υποκαταστήσει μιαν άλλη. Αν ο φιλοναζισμός τροφοδοτήθηκε και από τον προσεταιρισμό της διάχυτης κοινωνικής δυσφορίας και οργής που προκάλεσε η κρίση, επείγει η ανασυγκρότηση του κράτους. Δηλαδή, οι μεταρρυθμίσεις για ένα σύγχρονο και δημοκρατικό κράτος δικαίου, η μακρόχρονη απουσία του οποίου άλλωστε είναι από τους βασικότερους παράγοντες μιας ορισμένης ανοχής ή και συγκατάθεσης μερίδων της κοινωνίας στην ανάδυση της εξτρεμιστικής βίας. Με δυο λόγια, μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων στο κράτος, αλλά και στο πολιτικό σύστημα, που θα διανοίγουν δρόμο προς το μέλλον, ένα συνολικότερο ενδογενές «πρόγραμμα» εξόδου από την κρίση ως μόνης αξιόπιστης λύσης για τη βαθμιαία υπέρβαση των σημερινών κοινωνικών ανισοτήτων. Οχι γιατί αυτό το επιβάλλουν τα μνημόνια, αλλά γιατί η χώρα πρέπει να κρατηθεί εντός του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτισμού. Μια παραίτηση από ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης θα υπονόμευε την ίδια την αποτελεσματικότητα της ούτως ή άλλως αναγκαίας δημοκρατικής συμπαράταξης έναντι του φονικού εξτρεμισμού.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.