Πράγματι, η διαρκής εξιδανικευμένη μυθολόγηση του παρελθόντος, η εναλλασσόμενη πόλωση της επίσημης αφήγησης στους ρόλους του «ήρωα» και του «θύματος», η ενάρετη πολεμογενής πρόσληψη των πάντα ανεκπλήρωτων εθνικών δικαίων, συναντήθηκε στο πεδίο της αποκαλούμενης κοινωνίας των πολιτών, του «προοδευτικού της τμήματος», με την απροϋπόθετη εξύμνηση των αρετών ενός αυθεντικά αντιστασιακού λαϊκού ήθους, που συνιστούσε την άρνηση της κυριαρχίας του «κατεστημένου», όχι όμως και την ριζοσπαστική κριτική του. Οι φορείς μιας αριστερόστροφης κοινωνίας των πολιτών, κόμματα, συνδικάτα, ΜΜΕ, ενσωμάτωσαν εδραίες αξίες, ρόλους και λειτουργίες μιας εθνικόφρονος αφήγησης, την υποκαθιστούσαν, δεν την ανέτρεπαν. Αυτές απέδιδαν στο υποκείμενο «λαός» ό,τι οι άλλες προσαρτούσαν στον εναρετισμό του «τρισχιλιετού έθνους». Μέχρι να φτάσουμε στην μεταπολιτευτική συνθήκη όπου μία ορισμένη αριστερά, ο σοσιαλιστικός εθνικο-λαϊκισμός, οικειοποιήθηκε την εθνική ιδεολογία με επιθετικό τρόπο και που, σήμερα, υπό νέο ριζοσπαστικό μανδύα, επιχειρεί να κρύψει την αφηγηματική της ένδεια και την προγραμματική της ανευθυνότητα μετερχόμενη επικίνδυνων στερεοτύπων (του τύπου: «αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι και τόσο Ελληνες»). Στερεότυπα, που νομιμοποιούν συμβολικά πογκρόμ κατά των ιθυνόντων. Το «αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού», που συγκροτεί το βασικό μότο του αριστερού ηρωϊσμού, και το οποίο διατυπώθηκε με επίσημο και έγκυρο τρόπο από τον Νίκο Σβορώνο ως ο «αντιστασιακός χαρακτήρας της ελληνικής ιστορίας», είναι το γενικό συμβολικό ισοδύναμο της εθνικόφρονος «πολεμικής αρετής των Ελλήνων», που γαλούχησε γενιές Ελλήνων μέσα από τα ωρολόγια σχολικά προγράμματα αλλά και τα διάσπαρτα «κατηχητικά» της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Είτε ως εθνικόφρων πολεμιστής είτε ως αριστερός αντιστασιακός, το διαχρονικό πεπρωμένο του «Έλληνα» είναι να μαστορεύει αγωνιστική ταυτότητα, αφού η κοινότητά του πάντα απειλείται.
Το εσωτερικό σύνορο
Αυτή η ταυτότητα δεν κοιτάζει μόνο προς τα έξω, προς τον κάθε φορά υποδεικνυόμενο εξωτερικό εχθρό, αλλά, ταυτοχρόνως, και προς τα μέσα, γίνεται δηλαδή εσωτερικό σύνορο που χωρίζει δύο εμπόλεμα στρατόπεδα. Αυτή η στρατοπεδική αντίληψη για την πολιτική, τις διακυμάνσεις της οποίας μέσα στο χρόνο αναδεικνύει ο συγγραφέας, είναι που θεμιτοποιεί σε μεγάλο βαθμό την «πολιτική βία», καθιστώντας την είτε διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων οι οποίες προωθούν και επιβάλλουν τα εγωιστικά τους συμφέροντα ως το κοινό συμφέρον στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης», είτε ως τιμωρητικό μέσον αλλά και «παράδειγμα» σε μία προοπτική ριζικής κοινωνικής ανατροπής.
Αξίζει να προβούμε σε μία σύντομη ταξινόμηση των μορφών της πολιτικής βίας εν γένει, τις οποίας όμως, όπως εύκολα θα φανεί, συναντάμε και στην πρόσφατη ελληνική κοινωνική και πολιτική ιστορία. Και που όλες αυτές οι μορφές αναλύονται, επισημαίνονται, θίγονται ή η γνώση τους θεωρείται αυτονόητη από τον συγγραφέα. Η πρώτη μορφή βίας είναι η θεσμοποιημένη βία που ενσαρκώνει ένα δικτατορικό καθεστώς. Στην περίπτωσή μας, οι σχετικά πρόσφατες δικτατορίες των Απριλιανών αλλά και αυτή του Μεταξά όρισαν μία κανονικότητα βίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή, την ανήγαγαν σε ρυθμιστικό τους παράγοντα. Η δεύτερη μορφή πολιτικής βίας είναι αυτή που αναγνωρίζεται στο φαινόμενο του πολέμου. Αλλά και με τον πόλεμο η εξοικείωση της ελληνικής κοινωνίας είναι διαπιστωμένη, αρκεί προς τούτο να αναλογισθούμε τα ιδεολογικά και συμβολικά, εκτός από τα υλικά, αποτελέσματα της αγριότερης μορφής πολέμου, του εμφυλίου πολέμου μέχρι και πριν λίγα χρόνια. Η τρίτη μορφή πολιτικής βίας είναι αυτή που εξειδικεύεται στα πραξικοπήματα, τις εξεγέρσεις, τις αυθόρμητες βίαιες εκδηλώσεις. Δεν νομίζω ότι εδώ χρειάζεται να αναφερθούμε σε παραδείγματα που πιστοποιούν την εγγύτητα αυτής της μορφής βίας με την ελληνική πραγματικότητα.
Η βία των ιδεολογικών δογμάτων
Υπάρχει, ωστόσο, και μία τέταρτη μορφή πολιτικής βίας η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί, να συναρτηθεί άμεσα με την κυριαρχία ιδεολογικών δογμάτων, είτε αυτά αναφέρονται και εκθειάζουν μια κοινωνική ομάδα ή κοινωνική τάξη, είτε μία «φυλή», ένα έθνος. Νομίζω ότι σε αυτήν την τέταρτη κατηγορία της πολιτικής βίας μπορούμε να αναγνωρίσουμε κρίσιμες πλευρές της σημερινής συγκυρίας στην Ελλάδα. Όχι πως τα ιδεολογικά δόγματα απουσιάζουν στις προηγούμενες περιπτώσεις, το αντίθετο, αλλά, εδώ, σήμερα, και αυτό είναι το εκ πρώτης άποψης παράδοξο, αφενός διασταυρώνουν, αντιπαραθέτουν την αποχαλινωμένη ισχύ τους (τα εντελώς πρόσφατα φονικά συμβάντα νομίζω το επικυρώνουν), αφετέρου άλλοι εκπρόσωποί τους συγκλίνουν, παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες, στην υπόδειξη του κοινού εχθρού τους. Το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» δεν νομιμοποιεί «απλώς» πρακτικές βίας, αλλά είναι στον πυρήνα της. Η συγκινησιακή του φόρτιση είναι η αποτύπωση των βασικών χαρακτηριστικών της πολιτικής βίας, η οποία, εκ φύσεως, είναι πάντα «ενστικτώδης και εμπαθής». Αυτή η ενστικτώδης και εμπαθής τροπή της ατομικής ή συλλογικής δράσης, που εκφράζεται μέσω μιας διάχυτης μνησικακίας, είναι που βρίσκεται στην βάση μιας ιδεολογίας, επαναστατικής ή αντεπαναστατικής, πάντα αντισυστημικής, δηλαδή μιας «ουτοπίας», μιας ριζικής ετεροτοπίας, η ανωτερότητα της οποίας περιβάλλεται αυτομάτως με τον μανδύα της «ηθικής». Γνωρίζοντας, μόνη αυτή, ποιο είναι το «Καλό», δικαιολογεί την βία που είναι ταγμένη, έτσι, να υπηρετεί τον αγαθό σκοπό.
Γι αυτό το λόγο, μπορούμε να ακολουθήσουμε και την αντίθετη φορά στην προσέγγισή μας στο φαινόμενο της πολιτικής βίας. Εκκινώντας, δηλαδή, από το τέλος: όποιος δικαιολογεί την βία, άμεσα ή έμμεσα, αυτό που στην ουσία κάνει είναι να επιλέγει εχθρό. Εχθρό, όχι αντίπαλο. Δικαιολογεί τη βία, διότι έχει εκ των προτέρων επιλέξει εχθρό. Δηλαδή μια στρατοπεδική αντίληψη της πολιτικής που άριστα συμπυκνώνει το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί». Στην περίπτωση που εδώ μας απασχολεί, ο εχθρός δεν είναι άλλος από τον «καπιταλισμό», ο οποίος θεωρείται το «απόλυτο κακό», δηλαδή η αποκλειστική αιτία όλων των δεινών και, επομένως, η βίαιη αντίδραση προς αυτόν, προς τα αποτελέσματα της κυριαρχίας του (είτε είναι η μετανάστευση, και το έλλειμμα εθνικής κυριαρχίας, είτε οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια) και στους θεωρούμενους φυσικούς εκπροσώπους του «Κακού» μπορεί να γίνουν «κατανοητές», να «δικαιολογηθούν», αν όχι να δικαιωθούν.
Η ελληνική πολιτική κουλτούρα, πρόσφατη και απώτερη, χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτήν την παθολογική διάσταση: ούσα ιδεολογικοποιημένη στο έπακρον, είτε αναφερόμαστε στην εθνικοφροσύνη, δηλαδή στον «ελληνοχριστιανικό» της πυρήνα, είτε στην αριστερή/αντιστασιακή της άρνηση, αυτοκατανοείται πάντα «αγωνιστικά», δηλαδή ορίζοντας έναν προς καταπολέμηση εχθρό. Η πολιτική βία, συνεπώς, είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας πολεμογενούς, δεξιάς ή αριστερής, κατανόησης των διακυβευμάτων, μιας πανεχθριστικής οπτικής. Ο εχθρός μπορεί να αλλάζει, ανάλογα την συγκυρία, πάντα όμως υπάρχει κάποιος εχθρός, καθώς και οι εγχώριοι υπηρέτες του. Το σημερινό παράδοξο, που αφορά ορισμένους τουλάχιστον από τους εκπροσώπους αυτής της «λογικής», είναι ότι συμπίπτουν, από διαφορετικές αφετηρίες, στην υπόδειξη του ίδιου εχθρού, του καπιταλισμού, οι φορείς του οποίου, κατανοούμενοι μέσα από ένα ανθρωπομορφικό πλαίσιο, μπορεί να γίνονται αντικείμενο μιας βίαιης ηθικής καταδίκης και απόρριψης.
Η πολιτική βία είναι εθνικιστική.
Η αξία της ανάλυσης του Δημήτρη Ψυχογιού είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια αυτό ακριβώς το υπόστρωμα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, την εθνοκεντρική της αγκύρωση. Με την έννοια αυτή, η πολιτική βία δεν είναι τίποτα άλλο από εθνικιστική βία, δηλαδή βία που προκύπτει μέσα από μία ιδεολογική, άρα φανατική και μισαλλόδοξη, πρόσληψη της εθνικής ιδέας, εξού και οι εκατέρωθεν, εκ δεξιών και εξ αριστερών, (ιδεολογικές της) νομιμοποιήσεις. Στον ακροδεξιό και φιλοναζιστικό πόλο, η ιδεολογική κλήτευση παραπέμπει στο έθνος και την «φυλή», ο αριστερός και ακροαριστερός πόλος προσφεύγει στην εαμική κληρονομιά. Παρά τις ορατές και σαφώς διαφορετικές αφετηρίες, το έθνος είναι αυτό που απειλείται από έναν κοινό εχθρό, τους Γερμανούς και τους τραπεζίτες και, φυσικά, τους εγχώριους υπηρέτες τους, έναντι των οποίων η αντίδραση/αντίσταση αποκτά υπαρξιακό περιεχόμενο: «ή εμείς ή αυτοί»!
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό, μία σύντομη προσωπική παρέκβαση, μία περιπτωσιολογία η οποία ωστόσο νομίζω αναπαριστά, φανερώνει την ιδεολογική ουσία μιας τέτοιας κατανόησης του προβλήματος. Ενας φίλος, ακροαριστερός, φυσικά μαρξιστής, μου ανέλυε πρόσφατα, με αφορμή την ελληνική κρίση, την διαδικασία της σημερινής «απίστευτης συσσώρευσης κεφαλαίου» που λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, και την ειδική, κυρίαρχη θέση, που κατέχουν σε αυτήν τόσο οι τράπεζες όσο και τον ειδικό οικονομικο-πολιτικό ρόλο της Γερμανίας. Και ενώ ανέμενα μία συνεπή «αντικαπιταλιστική» κατάληξη του επιχειρήματός του, άκουσα άναυδος την εξής διατύπωση, την παραθέτω από μνήμης: «ε, όχι , δεν θα μας κάνουν οι Γερμανοί “πεδιάδα”, όπως είναι ο χώρος από το Βλαδιβοστόκ μέχρι την Πολωνία. Εμείς έχουμε την Πίνδο!» Προφανώς, δεν εννοούσε την οροσειρά όπου ο εθνικός στρατός συνέτριψε τον «Δημοκρατικό Στρατό» στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά την «Πίνδο» ως εκείνο το στοιχείο που σηματοδοτεί την επανεισαγωγή της «γεωγραφίας», της εθνικής γεωγραφίας ως στοιχείου μιας απόλυτης πολιτισμικής διαφοροποίησης μιας απειλούμενης εθνικο-πολιτισμικής κοινότητας. Αλλά, αν είναι έτσι, τότε όλα επιτρέπονται, όλα καθαγιάζονται, ο λεγόμενος «φαιοκόκκινος ψηφοφόρος», για να δανεισθώ μία διατύπωση του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, αυτό ακριβώς πιστεύει, στη βάση αυτού του κριτηρίου αποφασίζει και δρά, ατομικά ή συλλογικά, «βίαια» ή «ειρηνικά», πάντα όμως μετωπικά και με εθνικιστή μνησικακία. Και έτσι εξηγείται, ακόμα μία φορά, γιατί στη διάρκεια της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων», μία κινητοποίηση η οποία ουσιαστικά αποτέλεσε το «συμβάν» που απελευθέρωσε και θεμιτοποίησε την εθνικιστική ομιλία και ένα ομόλογο πογκρομικό οίστρο, ο εθνικο-κομμουνιστικός «λόγος στη Λαμία» του Αρη Βελουχιώτη ήταν αναρτημένος σε ακροαριστερούς αλλά και ακραία δεξιούς ιστοτόπους.
Η συνωμοσιολογική πρόσληψη των προβλημάτων
«Θα αποκαλέσουμε βία», στο πλαίσιο πάντα της διερεύνησης των όρων ύπαρξης του «πολιτικού», θα μας πει ένας πολύ σημαντικός στοχαστής του πολιτικού φαινομένου (στον οποίο, άλλωστε, οφείλω αρκετές από τις σκέψεις που διατυπώνω εδώ), «την έκρηξη της ισχύος η οποία επιτίθεται άμεσα στο πρόσωπο και στα αγαθά των άλλων (ατόμων ή συλλογικοτήτων) με στόχο να κυριαρχήσει σε αυτούς δια του θανάτου, της καταστροφής, της υποταγής ή της ήττας.» Στην περίπτωσή μας, αυτοί οι «άλλοι» προς τους οποίους κατευθύνεται η βία δεν είναι μόνον τα εκάστοτε θύματά της. Αλλά αυτό καθαυτό το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον. Καθόλου τυχαία. Γιατί μία συλλογικότητα που αυτο-κατανοείται ως «υπαρξιακό έθνος» και όχι ως κοινότητα πολιτών, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια μανιχαϊκή, συνωμοσιολογική πρόσληψη των προβλημάτων, και να προκρίνει μία ενστικτώδη και εμπαθή αντιμετώπισή τους, στη βάση μερικευτικών, ιδιωτικών κριτηρίων. Και σε αυτό το σημείο, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά διεισδυτικός όταν υπογραμμίζει την μεγάλη απουσία ενός πνεύματος δημοκρατικού πατριωτισμού από την ελληνική πολιτική κουλτούρα, δηλαδή ενός πνεύματος δημοκρατικής φιλοπατρίας που αποτελεί την έδρα της κοινωνικής συνοχής, στηριγμένης στις αρχές της ισότητας, αδελφότητας και δικαιοσύνης. Και που μόνο στο πλαίσιο τέτοιων αρχών μπορεί να ανθίσει ο κριτικός λόγος και να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον. Δυστυχώς, βρισκόμαστε ακόμα μακριά από μία τέτοια «ρεαλιστική ουτοπία».
*Επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης, ΑΠΘ. Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Κ. Ψυχογιού, «Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία» (Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013), Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, 7/11/2013.
Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης