Άραγε σε ποιον βαθμό η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζεται σε αυτό το προηγούμενο; Η «προγραμματική» ομιλία του αρχηγού του στη ΔΕΘ έδωσε σε ορισμένους την εντύπωση ρεαλιστικής στροφής. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν σημεία αυτής της δημόσιας παρέμβασης που επιχειρούσαν να επαναλάβουν την παπανδρεϊκής κοπής φόρμουλα περί «πολιτικής». Αλλη μία απόδειξη νοοτροπιακής εγγύτητας ανάμεσα στους δύο εθνικολαϊκισμούς, που εργαλειοποιούν προς ίδιον όφελος εδραία «αξιώματα» ή μοιραίες «ψευδαισθήσεις» (ανάλογα με την οπτική του κρίνοντος) περί πολιτικού πράττειν. Γιατί, όπως αναλύθηκε αρκετά πειστικά και τις επόμενες ημέρες, οι εν λόγω «προγραμματικές» εξαγγελίες δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας επιπλέον δημαγωγικός κρίκος στην αλυσίδα του αριστερού λαϊκισμού. Με συνέπεια ο όποιος «ρεαλισμός» να παραμένει εντός των πλαισίων που εκ των προτέρων έχει προσδιορίσει το «επιθυμητό».

Στην πραγματικότητα, ο «προγραμματικός» λόγος στη ΔΕΘ, αλλά και ό,τι προηγήθηκε από αυτήν, όπως η επίσκεψη στο Άγιον Όρος, καθώς και ό,τι ακολούθησε, η συνάντηση με τον Πάπα, εντάσσονται σε μια επεξεργασμένη πολιτική στρατηγική που έχει στόχο αφενός την αναπαραγωγή και τη διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου τη σφυρηλάτηση μιας «ηγετικής» εικόνας για τον Αλέξη Τσίπρα, η οποία, όπως φαίνεται, αρδεύει και από την πηγή της εθνικοθρησκευτικής ιδιοπροσωπίας. Με άλλα λόγια, οι «υποσχέσεις» στη ΔΕΘ είχαν βασικό στόχο να πείσουν ένα μεγαλύτερο τμήμα των νέων «μη προνομιούχων», για να χρησιμοποιήσουμε έναν κώδικα του παρελθόντος, δηλαδή τόσο των σημερινών «νεόπτωχων» όσο και, κυρίως, αυτών της «μεσαίας τάξης», να εμπιστευθούν μια κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η εμπιστοσύνη. Μέσα στα γνωστά συμφραζόμενα της κρίσης αντιπροσώπευσης των τελευταίων ετών, το «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί στην ουσία τη μετωνυμία ενός πολιτικού ζητήματος, αυτού της πολιτικής κρίσης. Για παράδειγμα, οι δημαγωγικές οικονομικές του «προτάσεις» αρδεύουν κατά προτεραιότητα από εξωοικονομικά πεδία και με όχημα την αναπαλαίωση του κρατισμού υποτάσσονται στον στόχο της συγκρότησης των κοινωνικών συμμαχιών. Με αποτέλεσμα, η εκμαίευση της «εμπιστοσύνης» να αποτελεί αντικείμενο μιας λαϊκιστικής υπόσχεσης και όχι ορθολογικού πολιτικού προγράμματος. Η επίκληση και η ανάδειξη του «προγράμματος» εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ είναι «μέσον», γίνεται εργαλείο πολιτικής ηγεμονίας, όχι σχέδιο για την επίλυση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.

Αλλά εκεί που η υφή αυτής της «εμπιστοσύνης» αυτοαποκαλύπτεται πλήρως και υποκαθιστά ακόμα και ψήγματα μιας ορθολογικής διαχείρισης, θέλοντας να κατασκευάσει ταυτόχρονα και ένα ηγετικό προφίλ, είναι όταν, σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, η εμπιστοσύνη προάγεται σε «όραμα», ή «μελωδία ελπίδας», όπως φέρεται να δήλωσε ο Πάπας μετά τη συνάντησή του με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενος σε κάποιους, αδιευκρίνιστους για την ώρα, νέους πολιτικούς ηγέτες. Στο σημείο αυτό εισερχόμαστε για τα καλά στην ήπειρο μιας μονοδιάστατης «αξιακής» και ηθικοπλαστικής ενατένισης των κοινωνικών προβλημάτων, όπου ο «αναγνωρισμένος» ηγέτης-ηθικός κριτής καταγγέλλει τα κακώς κείμενα, τις τράπεζες, τις αγορές, την αδικία. Εδώ, στην αέναη πάλη του καλού με το κακό, η προγραμματική υπόσχεση αποκαλύπτει την ουσία της: την καταπραϋντική και σωτηριολογική λειτουργία της «πίστης» στην επερχόμενη εκ των άνω λύτρωση από μια κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας».

Θα μπορούσαμε πολύ εύκολα εδώ να υποστηρίξουμε ότι ένα πολιτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι προϊόν μιας ετεροχρονισμένης θεολογίας της απελευθέρωσης, όποιος και αν εμφανίζεται ως εκφραστής της. Το σημαντικό, την ίδια στιγμή, είναι να καταλάβουμε ότι και η ίδια η συγκυρία της σημερινής πολιτικής κρίσης, η πολιτική κρίση αυτή καθαυτή, είναι και παράγωγο αυτού που έχει ονομασθεί, από ερευνητές του λαϊκιστικού φαινομένου, «έλλειμμα ενσάρκωσης» στο εσωτερικό του πολιτικού πεδίου. Εννοώντας με αυτό την απουσία «εμπνευσμένων» πολιτικών ηγετών και μιας αφήγησης που, χωρίς να αφίσταται του πραγματικού, να μπορεί να προσφέρει στους καταναλωτές της μια βάσιμη προσδοκία μέλλοντος. Από αυτή την απουσία επωφελούνται παρά τις διαφορές τους τα λαϊκιστικά κόμματα και κινήματα, της Αριστεράς ή της Δεξιάς.

Το «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ εικονογραφεί, ακριβώς, τη λαϊκιστική παραφθορά ενός τέτοιου αιτήματος εμπιστοσύνης, ενός θεμιτού αιτήματος «πολιτικού νοήματος». Επί της ουσίας, και παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις προ διετίας προτάσεις του, πρόγραμμά του εξακολουθεί να είναι η ιδεολογία του. Αν και όταν χρειασθεί να τα αλλάξει, δεν θα τον βοηθήσει ιδιαίτερα η διάκριση μεταξύ του «εφικτού» και του «επιθυμητού». Γιατί το εικαζόμενο ρεαλιστικό της πνεύμα, έτσι όπως διακινείται, αποτελεί συστατικό στοιχείο της λαϊκιστικής σωτηριολογίας του.

 

Κοινοποίηση