The reality βέβαια (όπως συνήθως συμβαίνει) ήταν αρκετά different, αλλά δεν είναι ώρα και στιγμή να το αναλύσουμε. Στη δίκη, εναντίον των αδελφών της Ελένης από το Κωσταλέξι, είδα τη Γιάννα πρώτη φορά. Ανήκε στο επιτελείο μεγαλοδικηγόρου της εποχής. Για να κυριολεκτήσω, κρατούσε την τσάντα, του δήθεν «μεγάλου». Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο. Γιατί την κατέγραψα στην αίθουσα; Γιατί ρώτησα ψιθυριστά τον δικό μου μεγαλοδικηγόρο «ποια είναι αυτή;». Έλα, ντε! Η Γιάννα καταγράφονταν όπου περνούσε. Ήταν η όλο αυτοπεποίθηση περπατησιά της, η ομορφιά της, η μυρουδιά φιλοδοξίας που άφηνε. Έγραφε στα βλέμματα. Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι.
Λίγα χρόνια μετά η Γιάννα, υποψήφια δημοτική σύμβουλος. Κατέβαινε στις λαϊκές αγορές με ψηφοδέλτια στα χέρια. Μα, δεν ήταν η μόνη! Πάντα έπαιζε η λαϊκή αγορά στους υποψήφιους. Η Γιάννα μοίραζε και βασιλικούς σε γλαστράκια. «Πώς σε λένε, καλέ;», ρωτούσαν άνδρες με μισές οδοντοστοιχίες ενώ οι γυναίκες τους, με το καροτσάκι γεμάτο λαχανικά, τους σκούνταγαν «μη χασομεράς». Ωστόσο, της υπόσχονταν «θα σε ψηφίσω»… Σιγά το δύσκολο. Ξεπετάς μια υπόσχεση σε μια νέα και όμορφη κοπέλα που βρέθηκε στο διάβα σου. Αμ, δε! Την Γιάννα την ψήφισαν. Έσκισε, για να κυριολεκτούμε, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Σας ξαναείπα «έγραφε». Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι.
Επόμενη αξιομνημόνευτη σελίδα στο μυαλό μου με πολλές σταγόνες κουτσομπολιού… Η Γιάννα στην Κωνσταντινούπολη, στο Πατριαρχείο, μια λιποθυμία, ένας έρωτας, ένας γάμος. Πόσες και πόσες μάνες θα είπαν σε κόρες «Άνοιξε τα στραβά σου. Η Γιάννα μέχρι λιποθυμία σκαρφίστηκε και να πού έφτασε»… Καημένες μάνες! Να ‘ταν με μια λιποθυμία όλες… Η ίδια ωστόσο στο βιβλίο της έγραψε… The reality has been very different.
Προχωρούμε… Γιάννα ως πλουσία σύζυγος βαθύπλουτου. Και φωτογραφίζεται για τον περιοδικό Τύπο, σε ανάκτορο ιδιοκτησίας της στο Λονδίνο και κάνει κόντρες σε μέγεθος τετραγωνικών με το Μπάκιγχαμ. Παράταιρη μοιάζει, ωστόσο φιλότιμα το προσπαθεί… Με μπάτλερ να ρυθμίζει το σύμπαν της. Θα του έριχνε κάτι Χριστοπαναγίες από μέσα της του μπάτλερ! Για την Ελλάδα ήταν η εποχή του χρηματιστηρίου. Στην πατρίδα οι τοπικές κυρίες φωτογραφίζονταν με χιλιάδες παπούτσια και καμάρωναν πιο πολύ απ΄ ό,τι ανάπηρος για το μηχανικό του πόδι και απαραιτήτως ίδρυαν και έναν σύλλογο… Ήταν και συλλέκτριες τέχνης. Γενικά πνίγονταν στις δουλειές και στις ευθύνες ενώ οι σύζυγοι πηδούσαν Βουλγάρες. Τίγκα στο κέρατο τα κεφάλια. Πολύ μόδα! Όχι για τη Γιάννα τέτοιες ξεφτίλες. Η Γιάννα ήταν πάντα το πρωτότυπο. Οι λοιπές τα copy. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις… Υπονοώντας ότι σπάνια δηλώνεις αυτό που πραγματικά είσαι. Ίσως αυτό δεν της συγχωρούσαν. Δήλωνε πάντα ξεκάθαρα που στόχευε! Μια φιλόδοξη, εργατική, μεθοδική, με μια κοτρόνα να! στο χέρι, που δεν είχε ησυχασμό αναρρίχησης.
Κάποια στιγμή εγκαθίσταται Γενεύη. Πας καλά, Γιάννα; Ή η Γενεύη θα ανασταίνονταν (κλάνει ο πεθαμένος;) ή η Γιάννα θα πέθαινε από μαρασμό. Γύρισε πατρίδα άρον άρον. Τι να την κάνεις τη δόξα στα εξωτερικά; Με τι μονάδα μέτρησης να τη μετρήσεις; Σε ποια μάτια ανθρώπων να ζυγίσεις άνοδο;
Ολυμπιάδα. Αγώνας. Μικροψυχίες. Ανθρωπάκια του Γαίτη να βάζουν τρικλοποδιές. Εξουσιόσκυλα να χλευάζουν. Κνώδαλα να σουφρώνουν χείλη σε κουτσομπολιά. Δεν καταλάβαινε πούστη! Η Γιάννα είχε βάλει στόχο. Σκύλιαζαν από κάπου να την πιάσουν. Τα βεγγαλικά που πέταξε στη Φιλοθέη εμφανίστηκαν ως μια κάποια λύσις. Μια χώρα που έκλαψε μάνα με παιδιά στις πυρκαγιές της Ηλείας και ξαναψήφισε στο αδιέξοδό της τον Βούδα της Ραφήνας… Αναστάτωσε το σύμπαν «ο τύπος» της, για τη φωτιά που άρπαξε από τα βεγγαλικά της Γιάννας, η Φιλοθέη. Ευανάγνωστες κοινότοπες ιστορίες. Η Ολυμπιάδα εστέφθη με επιτυχία. Οι ξένοι της έβγαλαν το καπέλο. Οι της τοπικής εξουσίας σιώπησαν. Κράτησαν πισινή. Ξερόβηξαν ως ένδειξη ικανοποίησης. αλλά μέχρι εκεί. Πρέπει να πικράθηκε η Γιάννα. Τράβηξε ένα χορό στις κερκίδες στη λήξη. Μόνη. Έτσι της ήρθε, έτσι έκανε. Σαν μάγκας που κλείνει την πίστα με παραγγελιά για το δικό του ντέρτι. Και χλεύασαν και πάλι τα παλικάρια. Μετά… ένα χρόνο μετά… φήμες για αρρώστια. Έγραψα ένα κείμενο στις ΕΙΚΟΝΕΣ. Τελείωνε ως εξής. «κα Αγγελοπούλου, τώρα που το γλέντι τελείωσε από καιρό και ο καθένας τραβάει τη δική του μοναχική πορεία… Τώρα που θαρρείς η γη ξεβράζει σκατά, που χρόνια τα πασαλείβαμε με άρωμα… Τώρα σαν γριά νοσταλγώ κι αναπολώ. Ένα καλοκαίρι πίσω σαν χίλια χρόνια! Σας χρωστάω λοιπόν ένα ευχαριστώ. Αυτό που τσιγκουνεύτηκαν. Όχι τόσο για την αποτελεσματική δουλειά και την ανέλπιστη επιτυχία, ούτε για τη ζωή μου που άλλαξε με φαρδύτερους δρόμους… Άλλους δρόμους λιμπίζεται η καρδιά μου σε τούτον τον τόπο αλλά είναι κωμικοτραγικό από σας να τους ζητήσω. Ευχαριστώ γιατί μου συστήσατε τους “συγκάτοικούς” μου εθελοντές. Μου φανερώσατε ένα υγιές κομμάτι Ελλήνων. Οι οποίοι την επαύριον κρύφτηκαν, απ΄ ό,τι φαίνεται, πάλι στα λαγούμια της ψυχής και συνείδησής τους. Πού ν΄ απορροφηθούν; Τόσοι υγιείς, αχρείαστοι να ΅ναι που λέει ο λόγος! Τους ψάχνω εναγωνίως κάθε μέρα. Τους επιθύμησα. Αλλά έστω, χάρη σε σας, γνωρίζω τουλάχιστον ότι υπάρχουν. Κυρία Αγγελοπούλου, να είστε γερή!».
Κι ενώ ήμουν σ΄ ένα καμαρίνι στο Λονδίνο και δοκίμαζα ένα παντελόνι και καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που πάχυνα, χτυπάει το κινητό μου. «Η κα Αγγελοπούλου θέλει να σας μιλήσει», «Είμαι απασχολημένη με τη Θάτσερ. Κόψε τις μαλακίες», απαντώ σίγουρη ότι είναι πλακατζού φίλη. Ήταν η Γιάννα. Κουβέντες απλές, καθαρές, γέλια και από τις δυο πλευρές. Επόμενη στάση Γιάννα εκδότρια του Ελεύθερου Τύπου. Δεν πέτυχε το όλον. Το φανταζόμουν. Σαν να παρκάρεις αυτοκίνητο σε μικρό γκαράζ. Τόσο προσοχή στις αποστάσεις… Δεν θα έβγαζε. Λες και απορρόφησε όλο το τσαγανό της, η προσοχή στις αποστάσεις. Ξαναβρήκαν σημείο να χτυπήσουν οι λάμιες. Πλήρωσε στο ταμείο το ακέραιον του λογαριασμού. Πόσοι πλήρωσαν σε ταμεία; Πόσοι ξόφλησαν χρέη; Μετά χάθηκε. Χάνεται η Γιάννα; Ησυχάζει; Κατευνάζει η φιλοδοξία της; Βιβλίο. Ίδιο καιρό τυπώσαμε. Εντάξει, εκείνη, άλλα μεγέθη πωλήσεων. Εγώ, άλλη τρυφεράδα και επικοινωνία με τους αναγνώστες. Σ΄ αυτό την πάω κόντρα στα ίσα. Κι έτσι όπως ξεφυλλίσαμε σήμερα τη ζωή της… Τι μένει, τελικά; Μια φράση της νύφης της… Εχθροί. Τα αδέλφια. Συμβαίνει στα ελληνικά μας ήθη κατά κόρον. Όταν τη ρώτησαν σε μια συνέντευξη πώς χαρακτηρίζει τη Γιάννα, απάντησε λιτά «Η Γιάννα είναι Γιάννα». Μπορείς να το εκλάβεις και σαν ένα μεγάλο κομπλιμέντο. Ποιος να ξέρει στο επόμενο επεισόδιο που θα τη συναντήσουμε; Λες στην πολιτική; Τόσα που έχουν δει τα μάτια μας… Απελπιστικά διαθέσιμη η χώρα. Μόνο σ΄ ένα την τρέμω τη Γιάννα… Να σας το πω στο αφτί: Είναι η διαφορά του Νιάρχου από τον Ωνάση. Ο ένας έλεγε «Αν πεθάνω», ο άλλος «όταν πεθάνω». Μια τόση δα διαφορά στην απόχρωση… Στην οπτική της ζωής, των ονείρων, των μέτρων, της φιλοδοξίας.