Με δειλό τρόπο, με συγκρατημένο βήμα, πρόσωπα, σαν άγνωστα μεταξύ τους, σαν τυχαία, πλησιάζουν τον Επιτάφιο, στέκονται δίπλα του, έτοιμα να τον σηκώσουν στους ώμους τους. Ανταλλάσσουν μια ματιά. Ένα μειδίαμα. Με φανερή την ικανοποίηση και την πληρότητα που βρέθηκαν πάλι εκεί. Παίρνουν τη σωστή θέση. Ανάλογα με το ύψος τους για την άκοπη περιφορά και το προσεκτικό και επιμελημένο πέρασμα από τα δύσκολα σημεία της πόλης.
Η περιφορά με κατεύθυνση την Πλατεία Συντάγματος έχει κάτι από αυτό που πλημμυρίζει παντού τη χώρα παρόμοιες στιγμές. Η βουβή συνοδεία και συνύπαρξη φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά σε έναν κοινό βηματισμό. Με τους χαμηλόφωνους ύμνους και τις συχνές δεήσεις, ο Επιτάφιος του Αγίου Νικολάου θα συναντηθεί σε λίγο, σε ένα σκηνικό συγκρατημένης μεγαλοπρέπειας, με τους Επιτάφιους των άλλων ναών.
Η επισημότητα που εμφιλοχωρεί αφαιρεί κάτι από την αυθεντικότητα της συνύπαρξης και το άφατο της συλλειτουργίας των ανθρώπων. Η παρέα, η συντροφιά που σηκώνει στους ώμους της τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου, ανταλλάσσει ψιθυριστά μηνύματα για την αντοχή και τη σωστή διάταξη. Σαν ένα δυνατό χέρι κρατάει ψηλά, ορατό από όλους τον Επιτάφιο, που οι πιστοί του εμπιστεύτηκαν την περιφορά.
Καθώς παίρνει το δρόμο της επιστροφής, ο θαλασσινός αέρας αλλάζει πρόσωπα και εκφράσεις. Φέρνει το τέλος του κύκλου της περιφοράς και την ολοκλήρωση της φετινής μυσταγωγίας. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μια «παρέα» έχει σιωπηρά σχεδιάσει μια συνάντηση για τον ίδιο σκοπό. Να σηκώσει τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου. Όλα αυτά τα χρόνια –πολλά χρόνια– στο τέλος της διαδρομής, ένας εναγκαλισμός, ένα χτύπημα στην πλάτη, μια θερμή ευχή, είναι η συμφωνία να συναντηθούν όλοι τους και πάλι εκεί τον επόμενο χρόνο. Ίσως και φέτος, ίσως και του χρόνου, βρεθώ ξανά ανάμεσά τους.