Ιστοσελίδα, www.athensvoice.gr, 02/06/2018

Διάβασα στην A.V. το κείμενο του Δημήτρη Αλικάκου. Με οδηγεί σε μια νέα συνομιλία με τον Δημήτρη Λιαντίνη. Ευχαριστώ τον Δημήτρη Αλικάκο γι’ αυτό.

Το κείμενό του για τον Δημήτρη Λιαντίνη με γυρίζει χρόνια πίσω. Μου φέρνει στο νου τον καθηγητή μου.

Μολάοι Λακωνίας. Μαθητής εγώ στην Α’ Λυκείου. Μια μέρα κάνει την εμφάνισή του ένας νέος καθηγητής. Ένας φιλόλογος. Λεπτός. Ευκίνητος. Ευγενής. Με όψη ανήσυχη. Με βλέμμα ερευνητικό. Είναι ο Δημήτρης Νικολακάκος. Διαφορετικός. Προκαλεί απορία και ενδιαφέρον. Θέτει τα ζητήματα αλλιώς. Μιλάει διαφορετικά. Έχει λόγο προκλητικό. Μια αιρετικότητα τον συνοδεύει. Αινιγματικός και περίεργος. Είχε κάτι προβοκατόρικο. Αυτό θα έλεγα τότε, αν γνώριζα τη λέξη και τη σημασία της.

Τον ζήλευα πολύ εκείνον τον καθηγητή. Γι’ αυτό που φανταζόμουν ότι γνώριζε, για το άγνωστο βιβλίο που κάθε φορά κρατούσε στην μασχάλη του, για την διαπεραστική γοητεία του. Τον ζήλευα περισσότερο όμως γιατί μετά το μάθημα κατηφόριζε με το δίπορτο οpel kadett, ελεύθερος στον κάμπο του Ασωπού. Μέχρι τη θάλασσα. Μονεμβάσια. Πλύτρα. Νεάπολη.

Μια μέρα ο Δημήτρης Νικολακάκος μας μίλησε για τον μύθο του προπατορικού αμαρτήματος. Έτσι άρχισε μεταξύ μας μια διαφωνία, μια διαμάχη, μια σύγκρουση με πολύ πάθος στην εφηβική μου σκέψη. Αυτό μας έφερε κοντά. Μιλάγαμε με το βλέμμα. Συνομιλούσαμε πνευματικά. Διασκέδαζε με τις αθεμελίωτες διαφωνίες μου και την παθιασμένη μου άρνηση. Είμαστε σχεδόν φίλοι, χωρίς να το λέμε. Δεν μπορούσαμε-αδιανόητο τότε-να πιούμε έναν καφέ στην μικρή πλατεία των Μολάων και να του πω τις απορίες μου για τον Φίχτε, που ξεφύλλιζα εκείνη την εποχή.

Στον άνθρωπο με γοήτευε η ελευθερία που έβλεπα να τον κατέχει, το πάθος που τον κινούσε, οι σκέψεις που τον βασάνιζαν.

Στο περιθώριο των πραγμάτων, στο όριο του λόγου, έκανε συχνά αναφορά στο θάνατο μέσα από δρόμους που δεν έχει σε λεπτομέρειες συγκρατήσει  η μνήμη.

Η αποτυχία μου στις εξετάσεις της Φιλοσοφικής με είχε οδηγήσει σε μια μικρή απόγνωση και απελπισία. Στο χωριό Λυρά που ζούσα ήταν αδύνατον να βρω τον καθηγητή μου Νικολακάκο. Να του ζητήσω βοήθεια. Το γράμμα που έστειλα στην οικογένειά του, στην Λιαντίνα, έφτασε στα χέρια του.

«Δεν θα σου απαντήσει ποτέ», μου έλεγε ο πατέρας μου ο παπα-Κυριάκος. Δεν γνώριζε.

Αρκετές μέρες μετά ο ταχυδρόμος φέρνει το γράμμα του καθηγητή μου που περίμενα. Με σκέψεις σωστές, με προτάσεις καθοδηγητικές μου λέει τη γνώμη του. Μαζί με αναφορές σε θέματα που συζητούσαμε και στην υπόμνηση του έρωτα για την φιλοσοφία.

Η αλληλογραφία μας – διακόπηκε όταν πήγα στα είκοσι στο στρατό –  ήταν η τελευταία μας επικοινωνία. Δεν τον συνάντησα ξανά. Μετά από χρόνια, από μακριά, σαν να γνώριζα τα πάντα για αυτόν, άκουγα, παρακολουθούσα και διάβαζα.

Αν μπορούσαμε  να συναντηθούμε  σήμερα θα ξεκινούσαμε πάλι μια συζήτηση για το τι είναι «μύθος» και θα ξαναφέρναμε μπροστά μας εκείνη την πρώτη ζωηρή διαφωνία στου Μολάους Λακωνίας. Είμαι βέβαιος ότι θα διαφωνούσε με τους ορισμούς που δίνω στους πολιτικούς και φιλοσοφικούς όρους, στο μικρό βιβλιαράκι μου «το νέο ελάχιστο λεξικό», από όπου δεν θα μπορούσε να λείπει βέβαια η λέξη «μύθος».

Διαβάζοντας το κείμενο του Δημήτρη Αλικάκου στην A.V., όλες οι σκηνές των συζητήσεών μας για τη ζωή και τον θάνατο με τον καθηγητή μου, πέρασαν μπροστά στα μάτια μου.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης ζει πάντα γοητευτικός μέσα μου.

 

Κοινοποίηση