Στα τελευταία χρόνια τα μέσα επιβλήθηκαν επί του σκοπού. Μέσα στην ψευδή διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, η ψευδοαγανακτισμένη καθημερινή συνείδηση αποδέχθηκε άρρητα ότι όλα τα μέσα είναι επιτρεπτά. Έτσι, έγινε μέρος της δημόσιας στάσης ο βίαιος λόγος και η βίαιη πράξη. Ύβρεις, προπηλακισμοί, χειροδικίες εναντίον των αντιπάλων, έγιναν μέθοδοι αποδεκτές και έφεραν αριθμητικά αποτελέσματα στις κάλπες.
Η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα είχε από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές στην πράξη δοθεί: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην πρωτοπορία αυτής της καθυστερημένης κοινωνικά κα πολιτικά αντίληψης. Οι σημαίες της ανέμισαν στα χέρια του ίδιου του κ. Τσίπρα, στα διόδια του «δεν πληρώνω – δεν πληρώνω».
Έτσι, ο σύγχρονος Έλληνας δεν έχει ανάγκη να μελετήσει φιλοσοφικοπολιτικά κείμενα για να στοχαστεί πάνω στη σχέση «σκοπού κα μέσων». Την απάντηση τη βίωσε και τη βιώνει ως πολιτική πράξη. Όμως, η πολιτική πράξη δεν είναι πρωτοβρόχι που χάνεται στο χώμα. Αφήνει τα σημάδια της πάνω στο κοινωνικό σώμα. Γίνεται εμπειρία, ίσως και πληγή.
Ο καιρός πέρασε και τα χρόνια κύλησαν. Και, παρά την προσαρμογή στις συνθήκες της πραγματικότητας, το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την ηττημένη χώρα.
Η προσπάθεια διαμόρφωσης νέων συνθηκών στο τηλεοπτικό τοπίο, οι πρακτικές και οι μέθοδοι, φέρνουν με τον τρόπο τους και πάλι, στο κεντρικό μέτωπο, τη σχέση σκοπού και μέσων.
Και να πάλι που βγαίνει στον αέρα το σύνθημα οδηγός: «Όλα για το σκοπό». Πρόκειται για μια εγκατάσταση στην καθυστέρηση. Για έναν εναγκαλισμό με την οπισθοδρόμηση. Δεν ξεφεύγει κανείς εύκολα από τη συντηρητική φύση του. Δεν γλιτώνει κανείς από τις αρχικές του καταβολές.
Έτσι, τα τελευταία γεγονότα που παρακολουθούμε με αφορμή τις τηλεοπτικές άδειες, το ΣτΕ, την ηλεκτρονική αλληλογραφία δικαστή, την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, μας δείχνει ότι η επιλογή του «αυτοαφανισμού» είναι σταθερή: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.