Επιτείνοντας τη σύγχυση, μοχλεύοντας πάθη, οξύνοντας διαγκωνισμούς κι επιλιπαίνοντας αποσαθρωτικά σύνδρομα. Διχαστικά, με ολεθρίως εμφυλιοπολεμικές δυναμικές. Προπαντός όμως ανίκανοι να επιχειρήσουν υπερβάσεις και να διαμορφώσουν νέες προοπτικές.
Εάν δεν θέλουμε να εμπαίζουμε αυτοεμπαιζόμενοι, τελικά η βάναυση χρεοκοπία που βιώνουμε ως χώρα και ως πολίτες δεν είναι μονοδιάστατη. Και δεν προσδιορίζεται απλώς με όρους οικονομικής κατολισθήσεως. Αυτή δεν είναι, τελικά, παρά το παράγωγο παρακμιακό σύμπτωμα. Η πραγματική χρεοκοπία είχε συντελεσθεί πολύ πριν, σαν κακοήθης και υπό μετάστασιν νεοπλασία που αποσάθρωσε τους εθνικούς νευρώνες. Που είναι, βέβαια, πρώτα από όλα, οι θεσμοί. Αλλά και οι διαδικασίες. Και οι κανόνες. Και το πολιτικό ήθος. Και προπαντός, η σταθερή προσήλωση σε αυτονόητες αρχές, που οριοθετούν και διασφαλίζουν επαρκή, παραγωγική και ανθρώπινη διαχείριση του πολιτειακού γίγνεσθαι. Σε όλο του το φάσμα: Δημοκρατία, παραγωγικότητα, παιδεία, κοινωνική συνοχή, εθνική κυριαρχία.
Όλα αυτά, δηλαδή, των οποίων αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε την καταλυτική αποδόμηση. Που αν δεν ανασχεθεί άμεσα και προπαντός αποτελεσματικά, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε μη αναστρέψιμες βαραθρώσεις. Κι αυτές θα διαλαμβάνουν απευκταίους μέχρι και ενδεχομένως ολέθριους ακρωτηριασμούς της εθνικής ανεξαρτησίας και αυτής ταύτης της γεωπολιτικής ακεραιότητας, καθώς στη διακεκαυμένη ζώνη στην οποία ως χώρα εφαπτόμεθα συντελούνται κρίσιμες ανατροπές και ιστορικές αναδιατάξεις γεωστρατηγικών ισορροπιών και ρόλων, με απρόβλεπτα παράγωγα για όλους. Για όλα τούτα αλλά και για λόγους απλής αναγκαιότητας, που αφορά, επιτέλους, την ανάταξη της χώρας – ώστε από ασθμαίνων βαλκάνιος ουραγός της ευρωπαϊκής της μοίρας να αποβεί αυτάρκης εταίρος και να διεκδικήσει πιο φιλόδοξο ρόλο από εκείνον του αναξιόπιστου οφειλέτη, στον οποίο θέλουν να τον καθηλώσουν κάποιοι, όχι μόνον εκτός αλλά κι εντός… – ΝΑΙ, ο χρόνος μας έχει τελειώσει. Και μαζί τέλειωσαν τα ψέματα.
Οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε! Οσοι δηλαδή δεν έχουν διάθεση να κατατρύχονται και να σκιαμαχούν μόνο με το ευθυνολόγο γέγονε, κυρίως όσοι διέπονται από διαλεκτική διαύγεια να θέλουν να συνασπίσουν εαυτούς και να συστοιχηθούν γύρω από έναν νέο και ρηξικέλευθο πολιτικό λόγο. Όχι για το τι συνέβη αλλά για το τι δέον γενέσθαι. Και όχι όπως αυτό θα μας επιβληθεί ερήμην μας αλλά όπως εμείς θα το έχουμε διαμορφώσει, με νέους όρους και κανόνες. Κι αυτό προϋποθέτει όχι απλώς όραμα και ρεαλισμό, αλλά και πεισμώδη βούληση. Για σύγκρουση. Και ρήξεις. Και ανατροπές. Με νοοτροπίες που πρέπει να εκλείψουν. Με λαϊκισμούς και δημαγωγούς και λαοπλάνους που επιβάλλεται να παραγκωνισθούν. Με παθογένειες που είναι ανάγκη να αναστραφούν. Με αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπερασθούν. Αυτός ο νέος πολιτικός λόγος, και η πολιτική πράξη που θα παραχθεί από τις δυναμικές του, οφείλει και μπορεί και θα αποβεί αναγεννητική πνοή. Επικυρώνοντας τη νέα ελληνική μέρα, στο φως ενός εμπνευσμένου πραγματισμού. Με θυσίες, χωρίς ελπίδες αντιπαροχών για όσους τις προσφέρουν. Και με πολλά δούναι, χωρίς λαβείν…
Αλλά αυτό δεν μπορεί με τίποτε να πραγματωθεί και με τίποτε να νοηματοδοτήσει νέα εθνική πορεία, εάν δεν νοηθεί εξαρχής, πρώτον, ως απόλυτη ρήξη και, δεύτερον, ως εντελώς νέα αφετηριακή συνείδηση. Ρήξη, όχι απλώς με ό,τι προσδιορίζεται γενικόλογα ως «μεταπολίτευση», με εξαγγελίες οι οποίες – φορτωμένες και φορτισμένες με σεσηπότα στερεότυπα – συμπιέζονται στο ελάχιστο εύρος κάποιων κακοποιημένων κι εν πολλοίς ασπόνδυλων φληναφημάτων, που καταφέρνουν απλώς να έρπουν, αλλά αδυνατούν ορθούμενα, να εκφράσουν έναρθρη δυναμική ανανέωσης.
Αλλά ρήξη που εκτείνεται σε απόλυτο βάθος, υπερκαλύπτοντας τους δύο αιώνες της εθνικής παλινόρθωσης, με φιλοδοξία να επανανιχνευθούν οι αφετηρίες και να επαναπροσδιορισθούν ιδεολογίες και πρακτικές. Μια ρήξη δηλαδή που να οδηγεί προς ένα νέο δικό μας Ναβαρίνο, προς μια νέα ιστορική πορεία, προς ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο. Του οποίου η παιδευτική ανάγνωση θα επανανατάξει τη χώρα και τον Ελληνισμό, πάνω σε επίπεδα θεσμικής αρτιότητας, θεσμικού εκσυγχρονισμού και θεσμικού αυτοσεβασμού, που θα γκρεμίσει και θα εξαφανίσει ό,τι μόλυνε το ελληνικό κράτος. Μια ρήξη που θα αναθεμελιώσει ό,τι απέμεινε και θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εθνικής αναδημιουργίας και θα θωρακίσει ένα νέο κρατικό γίγνεσθαι, ώστε αφενός να διασφαλίσει με βεβαιότητα τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και αφετέρου να προσδώσει ουσιώδες περιεχόμενο στο εθνικώς επέκεινα. Κοντολογίς, ρήξη με αυτά που εξεμέτρησαν το ζην και που το μόνο που καταφέρνουν είναι απλώς, πλην τυχαίων εξαιρέσεων, να επαναλαμβάνουν την κενότητα του αναχρονισμού τους και την ανικανότητα να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους με όσα γύρω με καλπασμό εξελίσσονται. Οπότε ναι, δεν μιλάμε απλώς για την αναγκαιότητα και την εξαγγελία μιας νέας μεταπολίτευσης, υποκατάστατου της παλαιάς ασθμαίνουσας, που ξέμεινε στα δεκανίκια της, αλλά για τη μείζονα πολιτική ανατροπή, μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου, που θα δώσει νέο κράτος, νέες δομές και νέο περιεχόμενο στον εθνικό βίο. Αν θέλουμε αυτός να αποκτήσει πραγματικό κι επαρκές προσδόκιμο.
Αυτό που αναζητούσαμε μέχρι τώρα για τη μεγάλη ανατροπή, για το άνοιγμα μιας νέας μεγάλης ιστορικής περιόδου, βρίσκεται κάπου αλλού. Είναι στις νησίδες της αρετής, στους θυλάκους της αντίστασης. Είναι εκεί που εκτρέφεται η ελπίδα και κυοφορείται το μέλλον. Είναι οι γενιές εκείνες που νιώθουν ότι τα συμβαίνοντα σήμερα στη χώρα δεν τους αφορούν, ακριβώς γιατί δεν αφορούν την οικοδόμηση του μέλλοντός τους.
Είναι μια ολόκληρη νέα γενιά ανθρώπων σε ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, στον χώρο τον εργασιακό, στον χώρο τον επιστημονικό και στον χώρο τον επιχειρηματικό, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ορθογνωμία, και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα. Είναι αυτοί και μόνο αυτοί που θα οδηγήσουν μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου τη χώρα μας σε μια νέα Ελληνική Ανοιξη. Είναι ακόμα, ως εν δυνάμει συμμέτοχοι σε αυτή την εθνική προσπάθεια, ένα ευρύ φάσμα των Ελλήνων οι οποίοι είναι ποτισμένοι με παραμυθίες, παρηγορίες και ψεύδη, που τους καλλιεργούν τόσο οι μεν, του κυβερνητικού συνασπισμού, που ισχυρίζονται ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης και άρα θα «επανευτυχήσουν», όσο και οι δε, της Αντιπολίτευσης, που διακηρύσσουν ότι έχουν τις συνταγές για να «επανευδαιμονήσουν». Η «κανονικότητα των εξελίξεων», όπως το πολιτικό σύστημα την εννοεί, δεν θα υπάρξει.
Κάθε προσπάθεια του πολιτικού συστήματος να προσεγγίσει τις νεότερες γενιές προσκρούει σε μια γρανιτώδη και αδιαπέραστη αδιαφορία. Η ένταξή τους στη νέα εθνική προσπάθεια δεν θα γίνει ούτε με θωπείες, ούτε με νουθεσίες, ούτε με προσπάθειες διάσπασης του γρανίτη με «μηχανικά μέσα». Μόνο με την ενδόρρηξη του συμπαγούς αυτού ηλικιακού φάσματος μπορεί η χώρα να περάσει στη νέα εποχή.
Το μέγα χρέος που επωμίζονται οι νεότερες γενιές είναι η επική προσπάθεια της εθνικής αναγέννησης και αναδημιουργίας.
Σε αυτό το μεγάλο εθνικό εγχείρημα οφείλουν να συνδράμουν και όσοι από τον παλαιό πολιτικό κόσμο κουβαλούν ακόμη φορτία εμπιστοσύνης. Αλλά δεν πρέπει να είναι αυτοί που θα ηγηθούν του νέου αυτού ιστορικού κεφαλαίου. Και πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι κάποια ναυάγια της πολιτικής, που απλώς επιδιώκουν να επιλύσουν τα προσωπικά τους υπαρξιακά προβλήματα. Το νέο προκύπτει βεβαίως από το παλιό. Πλην όμως, ελεύθερο και απαλλαγμένο από αυτό.
Στη νέα αυτή αφετηριακή συνείδηση της χώρας θα είναι αποφασιστική η συνδρομή και των νεότερων γενεών των Ελλήνων της διασποράς και κυρίως εκείνων που διακρίθηκαν τιμώντας εαυτούς και την Ελλάδα. Αποτελούν ένα διαθέσιμο μεγάλο κεφάλαιο. Αρκεί να νιώσουν το κάλεσμα της πατρίδας και με αίσθημα ευθύνης να ανταποκριθούν ή ακόμα και να ηγηθούν του νέου εγχειρήματος.
Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, χρειάζεται ΤΩΡΑ και όχι μετά την αποερείπωση και τη συντριβή της χώρας να λάβει σάρκα και οστά το νέο μεγάλο εθνικό όραμα, με την άμεση συγκρότηση μιας ισχυρής πολιτικής δύναμης που θα συσπειρώσει τις δυνάμεις του μέλλοντος και θα διεκδικήσει να αναλάβει, χωρίς χρονοτριβές και υπεκφυγές, την πολιτική ευθύνη.
Είμαι αισιόδοξος πλέον γιατί τα αδιέξοδα είναι «προ των πυλών».