Δεν πολυφοβόταν είναι αλήθεια, γιατί ήτανε σκληρός, ανθεκτικός, δοκιμασμένος σε φυλακές και άλλα μαρτύρια. Ωστόσο νοιαζόταν μην χάσει τη δουλειά, μην του την πάρουνε όπως την άλλη. Είχε κακή ανάμνηση από την προηγούμενη που την έχασε έτσι απλά επειδή τη διεκδίκησε κάποιος άλλος και επειδή ο δικός της δεν προσκύναγε, δεν φιλούσε κατουρημένες ποδιές όπως έλεγε πότε – πότε όταν του το θύμιζαν.
Η Δήμητρα είχε περάσει κάμποσο καιρό πολύ δύσκολα με πατάτες, κηπευτικά από τον κήπο της, αυγά από τις κότες της και αγριόχορτα που μάζευε από τα αμπέλια και τις πλαγιές,δεν ήθελε να ξανακυλήσει η φαμίλια στη μεγάλη μιζέρια ξανά. Είδε εκείνο το πρωί – παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξημερώματα για την ακρίβεια, έξω δεν είχε χαράξει ακόμη – τον άντρα της να αγκομαχά και μαύρα φίδια την έζωσαν.”Θα έχει πολύ δουλειά το σφαγείο σήμερα” σκέφθηκε από μέσα της και ”έτσι και δεν πάει μπορεί να τον πετάξει ο Δήμαρχος”.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε στο κρεβάτι του Διαμαντή.”Σήκω γιόκα μου, μην κοιμάσαι άλλο, ο πατέρας σου είναι άρρωστος, θα πας στη θέση του, να τον καλύψεις γιατί αλλιώς μπορεί να το διώξουν”είπε επιτακτικά.
Ο Διαμαντής άνοιξε τα μάτια του και αμέσως του ήρθαν εικόνες βαριές στο άκουσμα των λόγων της μάνας του. Το ήξερε το σφαγείο, είχε ξαναπάει, την πρώτη φορά, παιδί σαν ήταν, έφυγε με ένα σφίξιμο στο στήθος, δεν άντεξε τα βελάσματα των αρνιών, τα μουγκανητά των μοσχαριών και τα δάκρυα των αγελάδων που στύλωναν τα πόδια στη θέα των σφαγμένων ζώων και τη μυρωδιά του αίματος.Και ακόμη είχε σοκαριστεί από τα σκληρά πρόσωπα των εκδοροσφαγέων και τις ματωμένες ποδιές τους.
Ωστόσο δεν είχε περιθώρια άρνησης.Γνώριζε λίγο πολύ τη διαδικασία, ήξερε περίπου τι να κάνει, θα έπλενε,θα καθάριζε, θα πέταγε με το καρότσι τα υπολείμματα και στο τέλος αν χρειαζόταν θα φόρτωνε τα σφαγμένα αρνιά και κατσίκια στο φορτηγό – ψυγείο που τα πήγαινε στην Αθήνα.
Σηκώθηκε,λοιπόν,με αγωνία,έπλυνε στο πρόσωπό του στα γρήγορα,φόρεσε ρούχα βαριά,ψηλές μπότες κι ένα καπέλο, πήρε λίγο ψωμί, ελιές, τυρί σε μια πετσέτα,έβαλε κι ένα μήλο στην τσέπη του στρατιωτικού τζάκετ και κατηφόρισε για το σφαγείο.Μόλις ξημέρωνε, το κρύο τρύπαγε τα ρούχα και έφθανε ως τις κλειδώσεις.
Άρχισε να τρέχει τον κατήφορο χωρίς να νοιάζεται.Δεν ήταν δεκαπέντε. Έφθασε πρώτος στην σιδερένια εξώπορτα του σφαγείου, έλυσε το σχοινί που την έδενε, ξεκλείδωσε την πόρτα του γραφείου, έβγαλε ένα μεγάλο λάστιχο κοντά στις 20 οργιές,το πήγε στον ανοιχτό χώρο του σφαγείου με τις τροχαλίες και τα μεγάλα τσιγκέλια.Το συνέδεσε με τις βάνες της ύδρευσης και άρχισε να ρίχνει νερό παντού, να τα βρουν όλα καθαρά οι εκδοροσφαγείς.Εβαλε και το καρότσι στη θέση του και μαζί το φτυάρι και μια μεγάλη συρμάτινη σκούπα για το καθάρισμα.Σκεπτόταν όλη την ώρα την πρώτη επαφή με τους εκδοροσφαγείς,τη δυσκολία,την αμφισβήτηση και ιδιαιτέρως τα πιθανά βρισίδια και τα άξεστα πειράγματά τους.
Άξαφνα το σφαγείο πλημμύρισε από κόσμο. Εκδοροσφαγείς, κτηνοτρόφοι, κρεοπώλες, έμποροι ένα πλήθος ανομοιογενές, αταίριαστο και μαζί τρακτέρ και αγροτικά αυτοκίνητα φορτωμένα αρνάκια και κατσικάκια προς σφαγή. Ξεφορτώνονταν τα ζώα με φωνές και ποδοβολητά, τα μάντρωναν στον περίβολο και έπειτα οδηγούνταν σε προθαλάμους μέχρι να φθάσουν στη σχάρα της σφαγής. Μέσα στη φασαρία σχεδόν κανένας δεν έδωσε σημασία στο Διαμαντή, που σαν χαμένος παρακολουθούσε την όλη διαδικασία.
Οι εκδοροσφαγείς πήραν θέση μπροστά στη σχάρα,οι άλλοι λιμάριζαν μαχαίρια τους, οι κτηνοτρόφοι καθόρισαν τη σειρά τους και μόνο ο πρόεδρος του σωματείου των εκδοροσφαγέων ”Οι δώδεκα Απόστολοι” – έτσι έγραφε η πινακίδα στην προμετωπίδα των γραφείων του σφαγείου – ο σοβαρός μπάρμπα – Γιάννης τον ρώτησε: ”Που είναι ο πατέρας σου;” ”Είναι άρρωστος – είπε ο Διαμαντής – και ήρθα εγώ στο πόδι του” είπε συνεσταλμένα ο Διαμαντής.Τον στραβοκοίταξε εκείνος και του είπε επιτιμητικά ”Να δούμε τι θα κάνεις..”.
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει και είδε τον Δράκο,ένα μυστακοφόρο μελαχρινό εκδοροσφαγέα να κόβει την καρωτίδα ενός κάτασπρου αρνιού και το αίμα να πετάγεται σαν πίδακας στην σιδερένια σχάρα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό ο Διαμαντής, τρόμαξε από την εικόνα της σφαγής, αλλά δεν είχε το χρόνο να σκεφθεί πολύ γιατί την είδε να επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές μπροστά του εκείνο το πρωί. Τα άψυχα αρνάκια είχαν γεμίσει τη μακριά σχάρα κι εκείνος αποσβολωμένος κοίταζε το μακρύ ψυχορράγημα τους, μέχρι που η αγριοφωνάρα του Δράκου τον επανέφερε στην τάξη. ”Που είναι το λάστιχο ρε,φέρτο γρήγορα και ρίξε νερό γιατί θα βουλώσει η σχάρα από το αίμα και δεν θα μπορούμε να δουλέψουμε”.Σαν από λήθαργο ξύπνησε εκείνος και έφερε το λάστιχο στην κορυφή της σχάρας αρχίζοντας να ρίχνει.”Βάλε περισσότερη πίεση στο νερό, δεν φεύγει έτσι το αίμα” ούρλιαξε μέσα στ’ αφτιά του ο Δράκος.Τ ο ‘κάνε μηχανικά, μετά το πρώτο σοκ μπήκε στη διαδικασία κι αυτός, τι να κάνε, δεν είχε άλλη επιλογή.
Όμως οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Της σφαγής ακολούθησε το φούσκωμα των ζώων με την τρόμπα,μετά το γρόθιασμα και μετά η εκδορά του δέρματος, το άνοιγμα της κοιλιάς, της σκέπης το αγκάλιασμα και το κρέμασμα του σφάγιου στο ανοιχτό αλλά σκεπασμένο υπόστεγο για να στεγνώσει.Και ταυτόχρονα φωνές ”ρίξε νερό, σκούπισε να είναι καθαρά, πέταξε τα υπολείμματα,μην κάθεσαι, εδώ δουλεύουμε, δεν παίζουμε..”’.
Ήταν τέτοια η ένταση και ο κόπος για τον έφηβο Διαμαντή που το πρώτο σοκ έτεινε να χαθεί.Κύλλησε η μέρα, ούτε το κρύο κατάλαβε,ούτε καν το χιόνι που άρχισε να πέφτει. Το στομάχι είχε δεθεί,ένας κόμπος το ‘κλείσε,ούτε πείνα, ούτε δίψα. Κάποια στιγμή έφθασε απόγευμα,πήρε να βραδιάζει, το υπόστεγο είχε γεμίσει,η σφαγή τελείωσε,οι κρεοπώλες άρχισαν το ζύγισμα και τις πληρωμές, το έργο έτεινε να ολοκληρωθεί.
Οι εκδοροσφαγείς αποσύρθηκαν, έμειναν δυο – τρεις πιο πίσω, ο Πούλιος, ο Μπουγάς και ο Δράκος για τα χαρτιά και τα φορτώματα. Είχαν γλυκάνει από το πρωί, καλοί άνθρωποι, η δουλειά τους έκανε σκληρούς,μα κατά βάθος ήταν αγαθοί. Βαρελόφρονες οι περισσότεροι, η σκληρή δουλειά επιβάλλει το κρασί. Το γαλακτικό οξύ που συσσωρεύεται στους μυς θέλει τη γλυκερίνη του αλκοόλ για να δώσει χαλάρωση στα τσακισμένα κορμιά. Είχαν όμως τον τρόπο τους. ”Να το γυαλίσεις τώρα, να το κάνεις όπως το βρήκες το πρωί,έτσι τα αφήνει ο πατέρας σου”.Δεν άφηναν περιθώρια για αντιγνωμίες. άλλωστε εκείνοι ήξεραν και ο Διαμαντής μόλις που μάθαινε..
Κοίταξε όλο δέος το χώρο,πήρε το φτυάρι, φόρτωσε κάμποσα καρότσια,πέταξε σιγά – σιγά στο λάκκο κάνα τριανταριά μέτρα πιο πέρα τα υπολείμματα και έπειτα άρχισε με τη συρμάτινη βούρτσα και το λάστιχο να πλένει το σφαγείο. Πέρασαν κάμποσες ώρες, το ψυγείο δεν είχε φτάσει ακόμη, ο χιονιάς δεν έλεγε να σταματήσει,τα ρούχα του είχαν ποτίσει από τα νερά και η κούραση άρχισε να τον καταβάλει. Σαν τέλειωσε άνοιξε την πετσέτα να φάει λίγο ψωμοτύρι, να αντέξει το επόμενο έργο. Είχαν φθάσει σχεδόν μεσάνυχτα.
Κάποια στιγμή φώτα μεγάλα εισέβαλαν στο σφαγείο.Το ψυγείο έκανε στροφή και με την όπισθεν βρέθηκε στην άκρη του υπόστεγου. ”Γρήγορα – γρήγορα – φώναξε ο οδηγός – μη κάνουμε πρωτοχρονιά εδώ, μπορεί να κλείσει κι ο δρόμος από το χιόνι, μη χασομεράτε..”.Δυο – δυο τα αρνιά στον οδηγό κι αυτός στα τσιγκέλια του ψυγείου. Θα ήταν κοντά στα χίλια.. Άλλαξε η χρονιά φορτώνοντας αρνιά στο ψυγείο.
Όταν τελειώσανε κόντευε μία μετά τα μεσάνυχτα.Το ψυγείο έφυγε μαζί κι οι εκδοροσφαγείς. Ο Διαμαντής έσβησε τα φώτα, έκλεισε το σφαγείο και άρχισε να ανεβαίνει με οδηγό τα φώτα της μικρής πολίχνης. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, τον δυσκόλευε, αλλά δεν σταμάταγε. Τον έσπρωχναν τα αγωνιώδη βελάσματα των αρνιών, οι τόσες εικόνες..Το μάθημα εκείνης της Πρωτοχρονιάς δεν το ξέχασε ποτέ, πάντα τον ακολουθεί…