Πέρα, όμως, από τις εικόνες που ξυπνούν οι συνειρμοί, ένας πραγματικά ισχυρός συμβολισμός αναπτύχθηκε γύρω από το μπαλκόνι. Το μπαλκόνι εξέφρασε με τον πλέον παραστατικό τρόπο τη «διανοητική ανωτερότητα» του ομιλητή, την αυθεντία και, συχνά, τη θεοποίησή του. Λόγω δε της φυσικής του υπερυψωμένης θέσης, το μπαλκόνι διαχώρισε την πεζή μας πραγματικότητα από το «μεγαλείο» των οραμάτων, θρέφοντας κατά κάποιο τρόπο τη φρούδα προσδοκία του λαμβάνειν μάννα εξ’ ουρανού από, κατά κυριολεξία, «επουράνιους» σωτήρες. Το μπαλκόνι μας γαλούχησε πολιτικά, «υπέθαλψε» τη στάση της μοιρολατρικής υποταγής σε μία κάπως αφηρημένη έννοια ενός πολιτικού συστήματος που πλανάται, τροφοδότησε πάθη και φανατισμούς πέρα από λογικά επιχειρήματα.
Το μπαλκόνι σήμανε και την απόσταση. Την επιλογή των πολιτικών προσώπων να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα αποστασιοποιημένα και να «παροπλίζονται», αρκούμενα συχνά στο ρόλο του παρατηρητή, όπως ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας από το Αιγάλεω Όρος. Να παριστάνουν πώς δεν κατεβαίνουν ποτέ τους «χαμηλά», παρά μόνο στο τέλος, για χειραψίες. Τα μπαλκόνια μετατράπηκαν σε εξέδρες και εμείς κοιτούσαμε ακόμη ψηλά, χειροκροτώντας και παραμερίζοντας το γεγονός ότι η πραγματική ζωή εξελίσσεται στο δρόμο. Έτσι, καταφέραμε να μείνουμε για πάντα «γειωμένοι»…
Και τώρα, που το πολιτικό σύστημα αποκαθηλώνεται, αποκαλύπτοντας άτσαλα τις εκφάνσεις του, οι παραπάνω σκηνές, φαίνεται, ότι δε θα διατηρήσουν εκείνη τη μαζικότητα τους, όπως τουλάχιστον τις κατέγραψε ιστορικά ο κινηματογραφιστής. Το τέλος, όμως, μιας πολιτικής περιόδου και, συνακόλουθα, το τέλος μιας ατμόσφαιρας, δεν σηματοδοτεί απαραιτήτως και το τέλος των μπαλκονιών. Τα Μέσα Επικοινωνίας εκσυγχρονίστηκαν, έγιναν αλληλεπιδραστικά, εξατομικεύτηκαν. Και μαζί τους συσκευασία άλλαξαν και τα μπαλκόνια, «ευαγγελιζόμενα» την αμφισβήτηση της αυθεντίας, την κατάργηση της απόστασης μεταξύ πολίτη και πολιτικού και την επανατοποθέτηση της σχέσης τους σε νέα βάση.
Δυστυχώς, όμως το περιεχόμενο, η αντίληψη δηλαδή, που το σύγχρονο «διαδικτυακό μπαλκόνι» εκφράζει, δεν απομακρύνεται, συνήθως, αισθητά από τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη των κεντρικών πλατειών, ακυρώνοντας, έτσι, στην πράξη την καινοτομία του Μέσου.
Πώς όμως μπορούν τα Social Media να υπερβούν μια πάγια αντίληψη και να λειτουργήσουν ως πραγματικοί «τόποι συνομιλιών»; Το αν και πώς θα αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες τους εξαρτάται από την ειλικρινή ή μη πρόθεση των πολιτικών να διαβουλευτούν, από την ισχύ, κυρίως, του αναδυόμενου αιτήματος των πολιτών να συμμετάσχουν και από το πόσο προσκολλημένοι παραμένουμε ως σύνολο στην αντίληψη του παρελθόντος. Η αντίληψη πάντοτε επηρεάζει τη χρήση του Μέσου. Μήπως όμως μπορεί να διαμορφώνεται και από αυτό;