Έτσι, αν κάποιος ζωγράφος ήθελε να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της Αθήνας θα ξεκινούσε με μία χειμωνιάτικη περιπλάνηση στο ιστορικό της κέντρο. Θα γνώριζε το παρελθόν της, θα ένιωθε και θα αποκωδικοποιούσε τους ρυθμούς του παρόντος της, θα έκανε προβλέψεις για το μέλλον της. Θα φύλαγε στο νου του στιγμιότυπα και θα τα κλείδωνε για πάντα στο χρόνο.
Θα ‘βλεπε ράκη να σέρνονται και να διαπραγματεύονται καθημερινά τη ζωή τους. Σκαμμένα πρόσωπα της μελαγχολίας να στέκονται «αγκυλωμένα» στο ίδιο πάντα σημείο και να μονολογούν, επινοώντας μίαν άλλη ιστορία και αναπλάθοντάς την ξανά και ξανά σε μία δραματική απόπειρα να αποσχιστούν από το σκληρό τους πλαίσιο. Δρόμους αφιλόξενους στα παιδικά μάτια, γκρίζους, όπου μόνο ο ήλιος, ως μέγας ευεργέτης, έρχεται να φωτίσει τις λιγοστές, κρυφές, χρωματιστές γωνιές τους. Σκορπισμένα φέιγ βολάν και ποτήρια μίας χρήσης από καταστήματα εστίασης να φωνάζουν ότι αυτή η πόλη δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό της. Θα ‘βλεπε βρωμιά σε ένδειξη παρακμής και μοιρολατρικής εγκατάλειψης κάθε ελπίδας. Θα σκεφτόταν, ίσως, ότι τα σκούρα ρούχα αυτής της εποχής συμπτωματικά συνθέτουν ένα σαν από μαύρη κωμωδία εμπνευσμένο πένθιμο σκηνικό…
Μα, ο καλλιτέχνης, ευαίσθητος και παρατηρητικός, θα πρόσεχε ότι στη μεγάλη αυτή πόλη λάμπει ένας ήλιος ξεχωριστός. Ένας ήλιος διττός, παραπλανητικός. Ήλιος νωχελικής λήθης και απλόχερα δοσμένης ελπίδας. Εκείνης της λήθης που υποθάλπει όλα τα προβλήματα. Εκείνης της αβάσιμης αλλά ζωτικής ελπίδας. Και έχει την υπομονή να περιμένει μέσα από τις συννεφιές που παρεμβάλλονται, να φωτίσει ξανά στο μπαλκόνι της πόλης, ανάμεσα στα απλωμένα σεντόνια της, ένα χαμόγελο.
Όταν η πόλη αποκαλύψει στον καλλιτέχνη με αφιλτράριστη ειλικρίνεια όλες της τις εκφάνσεις, εκείνος θα αποτυπώσει το πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο μιας εμφανώς ταλαιπωρημένης γυναίκας που διατηρεί, όμως, στο βλέμμα της τη λαχτάρα για ζωή. Μια διάθεση να δηλώσει παρούσα στην αυριανή μέρα, την οποία εκφράζει διστακτικά, σχεδόν ενοχικά, αφού κανείς δεν τη διαβεβαιώνει αν είναι μάταιο ή μη. Σαν άλλη Τζοκόντα, λοιπόν, το πορτρέτο της Αθήνας θα είναι διφορούμενο. Θα αποτυπώνει μία ψυχή αντιφατική. Ηττοπαθή και συνάμα δραστήρια. Αμήχανη και συνάμα αποφασισμένη να ζήσει. Δύσκολη στην κατανόησή της και για αυτό θελκτική.
Ο καλλιτέχνης, ολοκληρώνοντας το έργο του, θα έχει συνειδητοποιήσει κάτι: ότι ο δημόσιος χώρος είναι τελικά και κάτι περισσότερο από το πρόσωπο της πόλης. Είναι ένας «ζωντανός οργανισμός» σε διαρκή εξέλιξη. Είναι η ίδια η πόλη.