Στο μεταξύ, προτείνω να δούμε από άλλη οπτική γωνία, σε μεγαλύτερο βάθος πεδίου, αυτό που μας συμβαίνει. Γιατί για την Κρίση έχουμε πει πλέον τα πάντα. Ανακυκλώνοντάς τα ολοένα, δεν μιζεριάζουμε μόνον αλλά και παραδινόμαστε σιγά σιγά στη ληθαργική ηδονή της μοιρολατρίας. Ας σκύψουμε, λοιπόν, πάνω σε ένα ζήτημα που ελάχιστες φορές τέθηκε αυτό το διάστημα και, όποτε αυτό έγινε, ήταν με όρους αφ’ υψηλού νουθεσίας, άρα ανώφελους. Εννοώ το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, που με την Κρίση αναδείχτηκε όχι για πρώτη αλλά για πολλοστή φορά στην Ιστορία μας. Σε καμιά άλλη χώρα που υφίσταται σήμερα συνταγές μνημονιακού τύπου, από την Ιρλανδία ώς τη Ρουμανία, η οικονομική κρίση δεν συνδέεται στις συνειδήσεις τόσων ανθρώπων με κρίση εθνικής ταυτότητας.
Το ποιες είναι οι συντεταγμένες της ελληνικότητας είναι κάτι που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί βασανιστικά πλήθος στοχαστών, λογοτεχνών και καλλιτεχνών μας (ακόμη μία ελληνική ιδιαιτερότητα) και έχει γίνει, μέσω αυτών, τμήμα της παιδείας μας. Δηλαδή, επηρεάζει την αυτοαντίληψη αν όχι του λαού γενικά, πάντως ενός πολύ μεγάλου μέρους του, ασχέτως μορφωτικού επιπέδου. Δεν θα μπούμε σε ιστορικές λεπτομέρειες, ας συγκρατήσουμε όμως κάτι βασικό: η ιδέα που επικράτησε, σε διάφορες παραλλαγές, ήταν αυτή μιας θετικής μοναδικότητας (αριστοκρατικότητας, κατά τον Χρήστο Γιανναρά) του ελληνικού λαού, την οποία όμως εμποδίζουν να ανθοφορήσει οι ξένοι επικυρίαρχοι και τα ντόπια όργανά τους, σύμφωνα με τη μείζονα, «αριστερή» εκδοχή, ή τη μολύνει η δυτική νεωτερικότητα, σύμφωνα με την κάπως ασθενέστερη «παραδοσιαρχική» εκδοχή. Πολλές φορές οι δύο εκδοχές, όπως και άλλες, συμφύρονταν σε αλλόκοτα κράματα, αυτό όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Η ουσία είναι ότι την περίοδο που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση η ιδέα αυτή γνώρισε δεινή ήττα. Ο ελληνικός λαός απέκτησε περισσότερες ελευθερίες και μορφωτικά εφόδια παρά ποτέ, αλλά ούτε άντλησε χυμούς από τις ευγενικές ρίζες των πνευματικών παραδόσεών του ούτε μεγαλούργησε στον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο δέχτηκε ασμένως να ενταχτεί.
Έτσι, η εμμονή με την ελληνική μοναδικότητα έπρεπε να βρει άλλη διέξοδο. Οι συνθήκες της εποχής τής υπέδειξαν μια πολύ παράξενη. Ο άλλοτε φτωχός και καταδυναστευόμενος ελληνικός λαός πίστεψε (τον έκαναν να πιστέψει) πως είχε ανακαλύψει έναν μαγικό τρόπο να ευημερεί χωρίς να παράγει, καταναλώνοντας αυτό που παρήγαν άλλοι, σύντομα ζώντας και από τις υπηρεσίες άλλων. Εγινε, δηλαδή, κυριολεκτικά αριστοκράτης, με την ιστορική σημασία. Ο όρος «μαγκιά», στον οποίο δόθηκε απόλυτα θετικό περιεχόμενο αυτή την περίοδο, έγινε ο κυρίαρχος προσδιορισμός της ελληνικής ιδιοφυΐας, ως ικανότητας να πετυχαίνει κανείς δύσκολους στόχους χωρίς κόπο ή με ανορθόδοξες μεθόδους. Η αλαζονεία στην οποία οδήγησε αυτή η αντίληψη της εθνικής ιδιαιτερότητάς μας αποτυπώθηκε σε χαρακτηριστικά περιφρονητικούς όρους για άλλους λαούς («γυφτοσκοπιανοί», «ξενέρωτοι Ευρωπαίοι» κ.λπ.). Η «μαγκιά» γνώρισε την αποθέωσή της στον τόνο των σχολίων για τον άθλο του Euro 2004 και τις ερμηνείες του τρόπου με τον οποίο επιτεύχθηκε.
Φυσικά, ένας λαός που δεν παράγει σχεδόν τίποτα και εξαρτάται ολοκληρωτικά από την εργασία άλλων δεν μπορεί να έχει αυτοπεποίθηση. Συνέπεια αυτού ήταν ότι όσο φούσκωνε η πλαστή ευημερία μας τόσο μεγάλωνε η ανασφάλειά μας. Ο εθνοπατριωτικός παροξυσμός γύρω από το «Μακεδονικό» τη δεκαετία του 1990, στο αποκορύφωμα του ελληνικού lifestyle αμοραλισμού, υπήρξε η εντυπωσιακότερη, αλλά όχι η μόνη έκφραση της εθνικής ανασφάλειάς μας, του αισθήματος ότι απειλούμαστε από τους πάντες, ακόμη και από λιλιπούτειους γείτονες. Η ελληνική ταυτότητα, όπως κατέληξε να νοείται μετά το 1974, είχε θεμέλια και ρηχά και σαθρά. Οταν ξέσπασε η Κρίση, κατέρρευσε με πάταγο, αφήνοντάς μας πάλι σε σύγχυση για το ποιοι είμαστε.
Όταν βέβαια μιλάμε για τον «ελληνικό λαό», έτσι γενικά, σχηματοποιούμε κάτι που έχει πολλές διαβαθμίσεις και αποχρώσεις. Σε όλους τους τομείς, από την επιχειρηματικότητα ώς τις τέχνες και τα γράμματα, από την επιστημονική έρευνα ώς τον αθλητισμό, υπήρχαν αυτή την περίοδο πλάι στο κυρίαρχο ήθος καινοτόμες δυνάμεις που η δράση τους περιείχε τα σπέρματα ενός αληθινού εκσυγχρονισμού της χώρας. Αυτές θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια υγιή ελίτ, που θα υπέβαλλε με τις λειτουργίες της μια διαφορετική ιδέα για την ελληνική ταυτότητα. Αλλά ο παρασιτικός και πελατειακός χαρακτήρας του πλέγματος πολιτικής – κοινωνίας – οικονομίας, μαζί με τη λαϊκιστική απαξίωση κάθε μορφής ελίτ, τις καταδίκαζε να κινούνται σκορπισμένες στο περιθώριο του δημόσιου βίου, όταν δεν τις στραγγάλιζε.
Και αυτό επίσης θα αλλάξει τώρα, αναγκαστικά. Ειδικά η ελληνική Αριστερά, που τόσο καίριο ρόλο έπαιξε στην ανόητη δυσφήμηση της ίδιας της έννοιας της ελίτ, θα συνειδητοποιήσει επιτέλους την αλήθεια μιας από τις κεντρικότερες θέσεις της μαρξιστικής θεωρίας: ότι στην πάλη ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις κατεστημένες σχέσεις παραγωγής, οι δεύτερες μπορεί να εμποδίζουν για μεγάλο διάστημα την ανάπτυξη των πρώτων, αλλά προορίζονται να ηττηθούν τελικά.