Πρώτη δημοσίευση: 26/06/2021, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Μοιάζει σχεδόν πολιτικά αδιάφορο πια, μέσα στη μηχανική επανάληψή του, να σημειώνει κανείς την μεγάλη διαφορά στήριξης της Κυβέρνησης, σε σύγκριση με τη συγκρατημένη απήχηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ακριβώς δύο χρόνια μετά από τις τόσο κρίσιμες εκλογές εκείνου του Ιουλίου.
Και θα έπρεπε κανείς να προσπερνάει το γεγονός, μετά από τον κάθε τόσο μικρό εντυπωσιασμό των αριθμών, αν η κατάσταση που διαμορφώνεται δεν άγγιζε το σύνολο των δημοσίων πραγμάτων, δεν αφορούσε συνολικά την πολιτική λειτουργία, είτε πρόκειται για τις πολιτικές δυνάμεις, είτε πρόκειται για την αποδοτικότητα του κράτους, είτε αναφέρεται στις υπαρκτές κυβερνητικές δυνατότητες αποφάσεων και δράσης.
Είναι τόσο πρωτόγνωρο, που θα καταγραφεί ως πολιτικό παράδοξο. Η χώρα δεν έχει Αντιπολίτευση. Η συνθήκη σε εξέλιξη έχει μια διάσταση μονοκομματικής κυριαρχίας, είναι μια συνθήκη κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας χωρίς σύγκρουση πολιτική, μια διάταξη δεδομένων που μένουν χωρίς κριτική, μια υπεροχή κυβερνητική που μοιάζει αδιατάρακτη.
Η πολιτική είναι από τη φύση της μια υπόθεση απέναντι και εναντίον. Μόνο με τη βάση αυτή ως δεδομένη αναπτύσσεται μια αντιπαλότητα που καλλιεργεί και προετοιμάζει μια επόμενη φάση , επειδή κομίζει μια συνολική πρόταση για την κοινωνία,την ευκταία πορεία της και την προοπτική της στο χρόνο. Η αδυναμία διατύπωσης μιας τέτοιας πρότασης από την Αντιπολίτευση εγγυάται διάρκεια στη σημερινή συνθήκη.
Θα ήταν θεωρητικό, αν αυτή η κατάσταση δεν είχε καταλυτικές συνέπειες στη διακυβέρνηση, στις κυβερνητικές παρακτικές, στη στάση και στο λόγο των κυβερνητικών στελεχών και συνολικά στην μέθοδο, στα κριτήρια των αποφάσεων και την αντίληψη του χρόνου.
Θα σημειώσω δύο μέτωπα, όπου οι συνέπειες της απουσίας θεμελιωμένης και πειστικής κριτικής στην Κυβέρνηση είναι καταφανώς αρνητικές για την πολιτική λειτουργία της χώρας. Πρόκειται για την αντίληψη και τη χρήση του χρόνου. Η Κυβέρνηση θέτει στη διάθεση του εαυτού της τον χρόνο, που είναι χρόνος της κοινωνίας. Διστακτική σε όλα, κάτι σαν βιαστική και στάσιμη, αποφεύγει κάθε δύσκολο ζήτημα, το μεταθέτει, μετράει τους κινδύνους, ζυγίζει με αγωνία τα ωφελήματα για τον εαυτό της. Δεν πρόκειται για σύνεση. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της πολιτικής ασφάλειας που δίκαια αισθάνεται, είναι ο καρπός της απουσίας κριτικής, η πεποίθηση ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα θα συμβαίνει για πάντα. Δεν θα είναι και η πρώτη Κυβέρνηση που θα πέσει στην παγίδα αυτής της φαντασίας.
Εκεί που ανεπιφύλακτα η Κυβέρνηση, εις βάρος της κοινωνίας, εφαρμόζει με ευλάβεια τους παλαιούς τρόπους, είναι η σχέση της με το Κράτος και τις κρατικές λειτουργίες. Ενώ διαθέτει πολιτική αποδοχή με στοιχεία διάρκειας, στέκει με αδιαφορία απέναντι στην καθημερινή κρατική αυθαιρεσία. Μόνο ο ΕΦΚΑ θα αρκούσε να την κινητοποιήσει με τον πιο αυστηρό και παιδαγωγικό τρόπο. Η απόσταση από το μέτωπο αυτό δείχνει την επιλογή της. Αγαπάει την πολιτική της ασφάλεια περισσότερο από το δικαίωμα του ενός. Η απουσία κριτικής από τους θεσμικούς φορείς αυτής της υποχρέωσης, τα κόμματα, προσθέτει στασιμότητα και ποτίζει τις ρίζες της συντήρησης.
Είναι λογικό μέσα στη συνθήκη αυτής της έσω ακινησίας η Κυβέρνηση να μην αισθάνεται την ζωτική πολιτική ανάγκη να διατυπώσει μια κατευθυντήρια ιδέα για τη χώρα. Η εγκατάσταση στη διαχείριση έρχεται μηχανικά. «Πάει το ταξίδι, φτάσαμε», σαν να ακούς.