Ο  Λυκειάρχης μας, σαν εμπνευσμένος σκηνοθέτης, τα είχε όλα με επιμέλεια προετοιμάσει. Η χριστουγεννιάτικη μαθητική γιορτή, θα είχε μια τελειότητα, εκείνο τον Δεκέμβρη του 1967, στη σεμνή πόλη του νότου.

Είχε τη χρονιά αυτή μετατεθεί εκεί, μετά από μακρά διαδρομή στην εκπαίδευση και θα σκέφτηκε, αυτός ο καβαφικός δάσκαλος, να συνομιλήσει και να γνωριστεί με τους κατοίκους της μικρής πόλης, μέσα από τη χριστουγεννιάτικη γιορτή.

Νεοφερμένος στην πόλη και ο συμμαθητής μου, φίλος από το χωριό, ο συνονόματός μου Λευτέρης. Ξένος και αυτός στην πόλη έψαχνε κάπου να σταθεί. Η επιλογή του Λυκειάρχη να ξεκινήσει τη γιορτή με το  ποίημα του Κωστή Παλαμά «Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει..», θα φέρει τον φίλο μου σε συνάντηση με τον μεγάλο ποιητή, αφού το Σχολείο τον διαλέγει για την εναρκτήρια πράξη. Στο ένα δωμάτιο της δημοτικής βιβλιοθήκης, που κατέφυγε ο  φίλος μου για να γνωρίσει τον Παλάμα, θα συναντηθεί με τον Γκαίτε και θα διαβάσει για πρώτη φορά το όνομα του Νίτσε, στη ράχη ενός βιβλίου.

Ήταν κατάμεστη η αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου, εκείνη την προπαραμονή. Η ώρα περνούσε και η αναμονή και η προσδοκία της γιορτής «ακουγόταν» όλο και πιο δυνατά στο χώρο.

– Ώρα να ξεκινήσουμε, λέει προτρεπτικά ο Λυκειάρχης στον συμμαθητή μου.
– Λίγο ακόμη, απάντησε αυτός, συγκρατημένα. Με την ανησυχία του μεγάλη και την αγωνία του διπλή, μήπως η μητέρα του δεν προλάβει.

Είχε καλέσει την μητέρα του να έρθει στη γιορτή, να τον δει και να τον ακούσει και μετά να επιστρέψουν μαζί για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις εκείνη την εποχή. Πεζοπορία, λεωφορείο, δύσκολοι δρόμοι.

Η αδημονία στην αίθουσα μεγάλωνε. Η ώρα είχε περάσει και ο Λυκειάρχης «επιτιμά» τον φίλο μου. «Πρέπει να αρχίσουμε», του λέει.

– Θα περιμένουμε την μητέρα μου, θα περιμένουμε λίγο ακόμη, θα έχει αργήσει το λεωφορείο, η αποφασιστική απάντησή του.

Ο  δάσκαλος κρύβει  τον «θυμό» του. Και με σεβασμό στον δεκαεξάχρονο μαθητή του,  ενημερώνει για τους λόγους της καθυστέρησης. Η ηρεμία και η σιωπή, η καλύτερη αποδοχή του λόγου της αναμονής. Το λεωφορείο φτάνει. Η μητέρα του φίλου μου βρίσκεται στην αίθουσα. Η γιορτή θα ξεκινήσει, με την μητέρα του μπροστά, στην πρώτη γραμμή της ταξιθεσίας, τον ίδιο να δονείται από το ποίημα του Παλαμά και τους  συμμετέχοντες – κοινωνούς να «ανταποδίδουν» την απαγγελία. Βιώνει Χριστούγεννα μέσα στα Χριστούγεννα. Υπήρχε στην ώρα κάτι από  πνευματική ευωχία του  «Συμποσίου» του  Πλάτωνα, μια στιγμή πνευματικής μείξης, σε έναν υψηλό νοηματικό συγκερασμό, γέννας και νέας ζωής.

Τη επομένη, με το λεωφορείο προς Νεάπολη, μετά από πεζοπορία δύο ωρών, θα βρεθούμε με τον συμμαθητή μου στο χωριό, νύχτα πιά, παραμονή Χριστουγέννων. Θα τον συναντούσα και πάλι την επομένη, μαζί με όλη την νεανική παρέα, στη Θεία Λειτουργία της μεγάλης γιορτής.


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/12/2021

Κοινοποίηση