Ο φθόνος είναι ένα ένστικτο θανάτου.

Ο φθόνος σκοτώνει πρώτα εκείνον που φθονεί. Τον αδρανοποιεί, τον εκκενώνει από περιεχόμενο, τον εγκαθιστά στην άρνηση.

Ο άλλος, όποια υπόσταση και αν προσλαμβάνει, στη φαντασία μας είναι το εμπόδιο και συνεπώς ο αφανισμός του, η εξόντωσή του, ο «θάνατός» του μας απαλλάσσει από την ευθύνη της δικής μας στάσης, από το κόστος της δικής μας προσπάθειας. Μέσα όμως στον αφανισμό του άλλου, βρίσκεται και ο δικός μας αφανισμός. Στην πραγματικότητα έχει ήδη προηγηθεί.

Αυτό που αποτελεί ατομικό βίωμα, στην πολιτική το βλέπουμε να εξαπλώνεται και να προσλαμβάνει συλλογικό χαρακτήρα. Εκεί, στο δημόσιο χώρο, τον κατ’ εξοχήν χώρο της ευθύνης, ο φθόνος με την καταγγελία και την άρνηση, προσφέρει το ιδεώδες υπόστρωμα για την εύκολη διέξοδο στα αδιέξοδα κάθε πολιτικής. Δίνει άλλοθι για την αποφυγή της ουσιαστικής προσπάθειας, για την αποφυγή ανάληψης της ευθύνης. Για την αποφυγή της σύγκρουσης με την ανάγκη και τη συνάντηση με την πραγματικότητα. Την παράκαμψη της αλήθειας.

Η αρχέγονη αυτή στάση, που μετατρέπεται σε υποκατάστατο πολιτικής, πλήττει όχι μόνο τη σχέση σε ατομικό επίπεδο, αλλά και τον ίδιο τον πυρήνα της δημόσιας ζωής.

Ο φθόνος μας εγκαθιστά νομοτελειακά στη φθορά.

Είναι ζήτημα αυτοπροσδιορισμού, αξιοπρέπειας και ελευθερίας, η πολύμορφη ζωοφόρος αντίσταση σε αυτό το συγκεκαλυμμένο ένστικτο θανάτου.

Κοινοποίηση