Η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού, όποια γνώμη και αν έχει κάποιος γι’ αυτήν, μοιάζει να λειτούργησε καταλυτικά για την πλειονότητα των δρώντων, ακόμη και το ΚΚΕ διεκδίκησε μία στοιχειώδη ορατότητα στη δημοσιότητα. Αν και είναι εξαιρετικά πρόωρη μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ιδιαίτερων όψεων αυτής της σύγκρουσης και κυρίως των αποτελεσμάτων της, κάποιες πρώτες συνέπειές της είναι ήδη εμφανείς. Και αφορούν κυρίως τον ευρύτερο χώρο της θεσμικής Κεντροαριστεράς που ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα κατέγραφε χαμηλά ποσοστά κοινωνικής νομιμοποίησης, ως αποτέλεσμα απίσχνανσης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του.

Η ανοιχτή κυβερνητική κρίση με αφορμή την ΕΡΤ ανέδειξε εκ των πραγμάτων την κεντρικότητα του λαβωμένου ΠαΣοΚ στην πολιτική σκηνή. Όχι μόνον με μια παραδοσιακή έννοια ενός «κεντρώου» εξισορροπητικού παράγοντα, αλλά και ως ενεργητικού, κεντρικού εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας. Καθιστώντας, ταυτόχρονα, ορατή, για πρώτη φορά μετά τις εκλογές του 2012, τη διακριτή του παρουσία στην κυβέρνηση. Δεν υπάρχει επ’ αυτού καλύτερη απόδειξη από τη διπλή αναφορά του Αντ. Σαμαρά στο διάγγελμά του σε αυτό, που προαγγέλλει, ρητορικά έστω, έναν στο εξής εξ αντικειμένου «ετεροκαθορισμό» της κυβερνητικής πολιτικής. Αν ως τώρα το ΠαΣοΚ ταυτιζόταν με τη ΝΔ, πράγμα που τροφοδοτούσε και εσωτερικές εντάσεις στο εσωτερικό του, η σαφής αλλά και ευέλικτη στάση του στο θέμα της ΕΡΤ, από κοινού με το ευρύτερο πλαίσιο αναοριοθέτησης της κυβερνητικής λειτουργίας που έθεσε, του έδωσαν τη δυνατότητα μιας πρωτόβουλης επανεμφάνισης στην πολιτική σκηνή. Με άλλα λόγια, το ΠαΣοΚ από «συνιστώσα» της ΝΔ έγινε εταίρος. Στο εξής, το κυβερνητικό «μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο» αποτελείται από δύο «ισότιμους» πολιτικούς εταίρους, και απομένει στον αριθμητικά μικρότερο, στο ΠαΣοΚ, να καλλιεργήσει τη διαφοροποίησή του προς «προοδευτική» κατεύθυνση εμπράκτως. Η συμβολή του στην επεξεργασία ενός εθνικού, ενδογενούς, προγράμματος εξόδου από την οικονομική κρίση είναι το κρίσιμο πεδίο όπου θα δοκιμαστεί η αξιοπιστία της περαιτέρω πορείας του. Η εκ μέρους του επίδειξη πολιτικής υπευθυνότητας στην κρίση, αν δεν μετουσιωθεί σε αρτιωμένο προγραμματικό λόγο και αξιόπιστη εναλλακτική αφήγηση για το συλλογικό συμφέρον, σύντομα θα εξανεμιστεί, αφού οι κοινωνικές αιτίες και τα αποτελέσματα της κρίσης είναι πάντα εδώ.

Η ΔΗΜΑΡ συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως συνδικαλιστική οργάνωση και λιγότερο ως πολιτικός σχηματισμός.

Εγκλωβίστηκε σε μία «συριζικής» κοπής υπεράσπιση των εργαζομένων της ΕΡΤ χωρίς πολιτική προοπτική, αφού μία ανάλογη αιτηματολογία, και μάλιστα εσχάτως προσανατολισμένη προς μια συνοπτικά αντιδεξιά κατεύθυνση, υπερκαλύπτεται από τον εξ αριστερών ανταγωνιστή της. Η στάση της ΔΗΜΑΡ, αντίθετα ίσως και από τις προθέσεις ορισμένων εμπνευστών της, ήταν μία αμυντική ενέργεια και στην πράξη λειτούργησε ως έξοδος από την πολιτική. Μία βασική αιτία γι’ αυτήν τη συμπεριφορά θα έπρεπε ίσως να αναζητηθεί, εκτός από τις ως τώρα ενδοκυβερνητικές τριβές, στην ενοχική εσωτερίκευση της απορριπτικής κριτικής που υφίσταται από τον ΣΥΡΙΖΑ (η ΔΗΜΑΡ ως «δεκανίκι» της Δεξιάς), σε έναν δομικό ετεροπροσδιορισμό της στο εσωτερικό μιας παλιάς πολιτικής οικογένειας. Με άλλα λόγια, η εκ μέρους της αδυναμία να πολιτικοποιήσει με ρεαλισμό την περισσότερο ή λιγότερο υπαρκτή επιθυμία της για «μεταρρυθμίσεις» προσέκρουσε στη στρατοπεδική κουλτούρα του χώρου από τον οποίο προέρχεται, έστω και αν αυτή η αδυναμία της εκλογικεύεται από την ίδια σε σχέδια αναδιάταξης του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην Αριστερά. Σε συνδυασμό με την αμυντική-αντιστασιακή κουλτούρα του εν λόγω χώρου, η ΔΗΜΑΡ έγινε με δική της πρωτοβουλία όμηρος ενός άτυπου μιμητικού ανταγωνισμού με τον εξ αριστερών αντίπαλό της. Στην κρίση είδε την ευκαιρία ενός επιθετικού εξαγνισμού από τον κυβερνητισμό της, θεωρώντας τον ως τη βασική αιτία ενός αβέβαιου μέλλοντος γι’ αυτήν. Σε κάθε πάντως περίπτωση, σε έναν τέτοιον ενδοοικογενειακό ανταγωνισμό, ο οποίος προτάσσει μαξιμαλιστικά αιτήματα, βγαίνει νικητής εκείνος που διαθέτει ισχυρή πολιτική ταυτότητα και πλειοψηφική δυναμική.

Και αυτός δεν είναι η ΔΗΜΑΡ. Η εσωκομματική κρίση στην οποία ήδη εισήλθε είναι προϊόν μιας στρατηγικής αμφισημίας του χώρου, τροφοδοτημένου από περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένες αιτιάσεις από την ως τώρα νεοδημοκρατική κυβερνητική συμπεριφορά.

Ένα πρώτο γενικότερο συμπέρασμα για τον χώρο της θεσμικής Κεντροαριστεράς είναι ότι εξέρχεται τραυματισμένος και συρρικνωμένος. Ωστόσο, η κυβερνητική κρίση έδωσε τη δυνατότητα μιας καθαρότερης καταγραφής των πολιτικών τάσεων του χώρου διαλύοντας αρκετές ψευδαισθήσεις.

 

Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

Κοινοποίηση