Στις τηλεοπτικές οθόνες η χώρα εικονιζόταν φλεγομένη, full frame, και σε ένθετα μικροκάδρα οι ηγέτες των (πρώην) μεγάλων κομμάτων να αγορεύουν στη Βουλή. Οι φλόγες που κατέτρωγαν εμβληματικά αστικά κτίρια και το πλιάτσικο στους εμπορικούς δρόμους έδειχναν δραματικά τη σύγχυση και την αυτοκαταστροφή που κατατρώει το κοινωνικό σώμα, σε αντιδιαστολή με τις εικόνες λογοδιάρροιας που μεταδίδονταν από το βήμα του Κοινοβουλίου ή τις εικόνες χαλάρωσης στο καφενείο της Βουλής που διασπείρονταν μέσω κινητών και τουίτερ.

Ήταν δύο κόσμοι ασύμπτωτοι, το φουλ κάδρο των καιομένων Αθηνών και τα ένθετα καδράκια της αμήχανης ηγεσίας. Η πόλη είχε παραδοθεί στους δαίμονές της και το πολιτικό σύστημα προσπαθούσε απεγνωσμένα να περισώσει ράκη εαυτού, εις μάτην, ασκώντας αυτοκριτική ισοπόσως με αλληλοκατηγορίες.

Βαθύτερα στις εικόνες της Κυριακής. Το ευρύτερο κάδρο της ηλιόλουστης Δευτέρας περιείχε όχι μόνο αποκαΐδια από το «Αττικόν» και τη Λαϊκή Τράπεζα, αλλά και ρημαγμένα φανάρια κυκλοφορίας στα σταυροδρόμια. Ξεκοιλιασμένα, με κάτοπτρα και καλώδια να κρέμονται, νεκρά. Αυτή η εικόνα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, προξενεί φόβο για άλλα πλησιάζοντα: είναι ο ρημαγμένος δημόσιος χώρος, ο κατεστραμμένος κοινωνικός πλούτος, η καταστροφή του κοινόχρηστου και του δημόσιου χωρίς καν πλιάτσικο, είναι η αναδυόμενη αστική δυστοπία. Το ξεκοιλιασμένο φανάρι δείχνει αδυναμία κυκλοφορίας, χαοτική κίνηση, στάση κοινωνίας και σύγκρουση κυκλοφορούντων. Δείχνει ακινησία. Και δείχνει επέλαση του ανορθολογισμού, του μηδενισμού, χωρίς δυστυχώς προς το παρόν να αφουγκραζόμαστε, έστω, τα σπέρματα της αναδημιουργίας που εμπεριέχονται μες στην καταστροφή, τα σημάδια μιας αναγέννησης.

Ο απεγνωσμένος άνεργος, ο βουλιαγμένος οικογενειάρχης, ο αποκλεισμένος νέος, απορροφημένος από τον δικό του διαρκή πόνο και την έλλειψη προοπτικής, ενδεχομένως δεν βλέπει ότι η καταστροφή του δημόσιου χώρου επιτείνει και πολλαπλασιάζει εκθετικά την ατομική καταστροφή. Η μεσαία τάξη λειτουργούσε πάντα σαν εξομαλυντής κοινωνικών τριβών και συγκρούσεων, απορροφούσε κραδασμούς· η πληβειοποιούμενη μεσαία τάξη, ενώπιον της δικής της αποσάθρωσης, φαίνεται ότι αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει εξομαλυντικά, ούτε καν σαν ανάχωμα. Το ορμέμφυτο ατομικής επιβίωσης κονιορτοποιεί τη συλλογικότητα και το αίσθημα του συνανήκειν. Η μνησικακία, η μοχθηρία, η οργή, η απόγνωση εδραιώνονται σαν κοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή σαν γενικευμένη τυφλότητα.

Ανάχωμα, λοιπόν. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον, σήμερα, των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας: να διασώσουν τον ορθό λόγο, τον κοινόκτητο δημόσιο χώρο, το συλλογικό φρόνημα, τα μόνα εφόδια για τις πολλές δύσκολες μέρες που ακολουθούν.

Κοινοποίηση