Διακηρύσσοντας στην πράξη, πέρα από την αιχμαλωσία της ανάγκης που απειλεί να μας μετατρέψει σε υπηρέτες της, ότι αυτό που ορίζεται ως τέλος αποτελεί πάντοτε μια νέα αρχή.

Καλή χρονιά σε όλες και σε όλους.

 

“Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ”

 

(του Δημήτρη Δούκαρη)

 

“Ο Αμπντί Ελμί Βόζουγκε, ο υπηρέτης, μας έκλεψε τα δύο κουταλάκια. Η Φαντούμα, μεγάλη κυρία της κυβέρνησης, μας συμβούλεψε : να τον απολύσετε αμέσως. Η Φαντούμα αποφάσιζε. Η γυναίκα μου με παρακάλεσε : Απόλυσέ τον , αλλά την ώρα που θα λείπω απο το σπίτι. Έπρεπε να το κατορθώσω μόνος μου, ολομόναχος, χορτάτος και αμετάκλητος, να εφαρμόσω αυστηρά το Νόμο – όπως ένας οποιοσδήποτε από αυτούς, σοβαρός και απλησίαστος. Και να με αρνούνται οι άπληστες φωνές, φριχτά να με λεηλατούν οι πατρικές μου Ερινύες.

 

Ο Αμπντί ο υπηρέτης το ήξερε. Έχω βρει άλλη δουλεία, είπε χωρίς καμία υπαναχώρηση. Μάζεψε όμως το ξερό ψωμί στο χαρτί του, τις σάπιες μπανάνες απΆ τον τενεκέ, τις βρόμικες φλούδες απο το τυρί που πετάξαμε. ‘Αρχισε ξαφνικά να μιλάει πικρά μα σίγουρα : για δικαιώματα, για την πανάρχαιη πείνα, για την ανίκητη ασθένεια, για την εγκόσμια και ληστρική αναδουλειά – για Επαναστάσεις των Λαών στα πέρατα. Πως του οφείλω ακόμη οχτώ μεροκάματα για την «προειδοποίηση». Ο Αμπντί ο υπηρέτης ήξερε – που τα ήξερε ;

 

Χάρηκα που μου έτυχε ακόμη ένα άδικο. ΝΆ απολύσω ολομόναχος, πανάθλια χορτασμένος, τον Αμπντί τον υπηρέτη. Έμαθα πως ήξερε – κι άλλοι πολλοί θα ήξεραν μαζί του. Αιφνίδια με προσάρτησε το θάρρος, με προσάρτησε η δύναμη. Μία ωκεάνια δύναμη, να ελπίζω, να ελπίζω, να ελπίζω. Ακόμη και στην πανάθλια χώρα, στην έρημο του Ισημερινού… Ο Αμπντί Ελμί Βόζουγκε, ο υπηρέτης που ήξερε – αύριο, μεθαύριο, κάποτε, οπωσδήποτε κάποτε, δεν θα ΅ναι πια υπηρέτης κανενός!”

Κοινοποίηση